Ένα σημαντικό σημείο της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου είναι η έναρξη της διαδικασίας αντιμετώπισης του ύψους του χρέους, μετά την πρώτη αξιολόγηση.
Η συζήτηση επικεντρώνεται στην αναδιάρθρωση των όρων πληρωμής του, είτε με τη μείωση των επιτοκίων είτε με τη μετάθεση στο μέλλον του χρόνου αποπληρωμής. Η επιμονή της Γερμανίας έχει αποσύρει από τη συζήτηση την ονομαστική μείωση του χρέους, παρ’ όλο που αυτή τέθηκε με έμφαση στην ατζέντα από την πρόσφατη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του ΔΝΤ, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Ιούλιο.
Η συσσώρευση του χρέους
Η έκθεση προβλέπει τη μετάθεση της κορύφωσης του χρέους από το 2014 στο 2017 και την αντίστοιχη άνοδο του ποσοστού του από το 177% του ΑΕΠ το 2014 στο 200% το 2017.
Η συμμετοχή της χώρας στη νομισματική ένωση την έχει στερήσει από δύο μηχανισμούς μείωσης του χρέους, τα έσοδα από την έκδοση χρήματος και τη μείωση της πραγματικής αξίας του χρέους από τη σχετικά απροσδόκητη αύξηση του πληθωρισμού, χωρίς ανάλογη αύξηση των ονομαστικών επιτοκίων των ομολόγων.
Η πρακτική ωστόσο χρησιμότητα και των δύο ήταν μικρή, όπως είχε δείξει η προηγούμενη του 2002 εμπειρία, διότι η σημασία τους εξαντλείται μόνο όταν το χρέος που εκδίδεται είναι εκφρασμένο σε εγχώριο νόμισμα και ουσιαστικά αποτελούν βασικό εργαλείο για τις χώρες με αποθεματικά νομίσματα, όπως οι ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Ιαπωνία.
Διαφορετικά, όταν η έκδοση χρέους γίνεται σε συνάλλαγμα, τα εργαλεία αυτά όχι μόνο δεν ωφελούν αλλά μακροχρόνια διαβρώνουν την πιστοληπτική ικανότητα της εκδότριας χώρας, αφού επιβαρύνουν την πραγματική αξία του χρέους λόγω της προκαλούμενης υποτίμησης του εγχώριου νομίσματος.
Αν εξαιρέσουμε τη ρευστοποίηση δημόσιας περιουσίας, μοναδικός σταθερός δρόμος μείωσης του χρέους είναι η διαρκής οικονομική μεγέθυνση με ρυθμούς μεγαλύτερους του μέσου πραγματικού επιτοκίου με το οποίο επιβαρύνεται το σύνολο του χρέους, ώστε να καθίσταται δυνατή η αποπληρωμή χωρίς νέο δανεισμό, με συνακόλουθο τη μείωσή του.
Διαφορετικά, εάν η αποπληρωμή γίνεται μόνο μέσω της προσπάθειας δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων χωρίς παράλληλη οικονομική μεγέθυνση, το χρέος δεν μειώνεται αλλά συσσωρεύεται.
Όσο υψηλότερο είναι το υπάρχον χρέος, τόσο υψηλότερη είναι και η εξυπηρέτησή του και άρα ακόμη και αν ο πρωτογενής προϋπολογισμός είναι ισοσκελισμένος ή και ελαφρά πλεονασματικός, ο συνολικός, περιλαμβανομένης της εξυπηρέτησης του χρέους, παρουσιάζει έλλειμμα και έτσι το χρέος μεγεθύνεται αντί να μειώνεται.
Η υπέρμετρη ύφεση με την απώλεια του 30% του ΑΕΠ για την περίοδο 2009-2014 που προκάλεσαν τα δύο μεγάλα προγράμματα λιτότητας τα οποία συνόδευαν την κρατική και θεσμική δανειοδότηση της χώρας, οδήγησαν στη σημερινή εκρηκτική συσσώρευση χρέους.
Ακόμη όμως και με οικονομική μεγέθυνση, εάν το πραγματικό επιτόκιο που αντιστοιχεί στο συνολικό χρέος υπερβαίνει τον ρυθμό ανάπτυξης, η διαδικασία αύξησης του χρέους είναι εκρηκτική, αν δεν συνοδεύεται από υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι δανειστές αξίωναν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αδιαφορώντας ή και προσβλέποντας σε διαρκή συνθήκη οικονομικής ύφεσης ή στασιμότητας, με παράλληλο μηδενικό πληθωρισμό ή αποπληθωρισμό, αναγνωρίζοντας ότι με τα προγράμματα λιτότητας δεν θα ήταν δυνατή η ουσιαστική ανάπτυξη της οικονομίας, σε ένα μάλιστα δυσμενές παγκόσμιο περιβάλλον.
Όταν ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερος από το πραγματικό επιτόκιο του χρέους, αρκεί ένας ισοσκελισμένος προϋπολογισμός για να μειώνεται η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Αντίθετα, σε περιβάλλον ύφεσης και αποπληθωρισμού, που ενδημεί στη χώρα την τελευταία πενταετία, μόνο εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι δυνατόν να συγκρατήσουν αυτή την αναλογία.
Αυτά όμως δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς μεγάλες περικοπές δαπανών και άρα περιορισμό της ζήτησης και ταυτόχρονη αύξηση των έμμεσων και άμεσων φόρων που επιφέρουν επίσης συρρίκνωση της κατανάλωσης και της οικονομικής δραστηριότητας.
Η επιμήκυνση αποπληρωμής του χρέους
Οι δανειστές, εν όψει της επικείμενης διαπραγμάτευσης, προτάσσουν την αναδιάρθρωση του χρέους με βασικό εργαλείο την επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής του χρέους, χωρίς ουσιαστική περαιτέρω μείωση των επιτοκίων.
Η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων απορρίπτεται, διότι θεωρείται ότι απειλεί την κερδοφορία των δανείων και άρα τη δημιουργία εσόδων από τη δανειοδότηση της Ελλάδας στους προϋπολογισμούς των δανειστριών χωρών άμεσα από τα διακρατικά δάνεια και έμμεσα από τα δάνεια EFSF & ESM.
Η πρόταση των δανειστών στηρίζεται αποκλειστικά στην επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, μέσω της οποίας θεωρούν ότι επέρχεται μεγάλη μείωση της λεγόμενης παρούσας αξίας των μελλοντικών δόσεων του χρέους.
Στην κατεύθυνση αυτή βλέπουμε να δημοσιεύονται μελέτες που θεωρούν ότι με την επιμήκυνση για 30 χρόνια των διακρατικών και θεσμικών δανείων η χώρα μπορεί να έχει μέχρι και 100 δισ. ευρώ όφελος.
Χαρακτηριστικά, το γερμανικό Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία (IFW) του Κιέλου συνέταξε έκθεση που εμφανίζει την παρούσα αξία των υφιστάμενων δανείων των 184 δισ. ευρώ να μειώνεται σε 43 δισ. ή 30 δισ. με μια νέα παράταση του χρόνου αποπληρωμής κατά 20 ή 30 έτη αντίστοιχα.
Το ουσιαστικό ζήτημα εδώ είναι ότι οι υπολογισμοί γίνονται με ένα αυθαίρετο προεξοφλητικό επιτόκιο ύψους 5%, με το επιχείρημα ότι το χρησιμοποιεί η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά για τις αναπτυσσόμενες χώρες και συνήθως ανεπιτυχώς, ενώ για να έχει νόημα η αναγωγή των μελλοντικών δόσεων σε παρούσες αξίες θα πρέπει η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται στο μέλλον με ανάλογους ρυθμούς.
Επιπλέον ο συντάκτης της έκθεσης Στέφαν Κόοτς θεωρεί ότι με ανάλογη παράταση 20 ή και 30 ετών της περιόδου αποπληρωμής και του νέου δανείου των 86 δισ., μπορεί έως και να μηδενιστεί η παρούσα αξία του. Χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό το υπερβολικό προεξοφλητικό επιτόκιο του 7%, όταν ανάλογοι ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι αναμενόμενοι.
Έτσι η φερόμενη μείωση της παρούσας αξίας των μελλοντικών υποχρεώσεων της χώρας είναι αυθαίρετα μεγεθυμένη, για να εξυπηρετήσει το πολιτικό σχέδιο των δανειστών.
Άλλωστε το συμπέρασμα της έκθεσης είναι ότι «από τη σκοπιά των δανειστών η διαγραφή χρέους και η μείωση των επιτοκίων και η παράταση της ωρίμανσης εμφανίζονται οικονομικά ισοδύναμα μέτρα. Αλλά μια απευθείας διαγραφή χρέους θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αναχρηματοδοτηθεί από τις αγορές, ενώ αντίθετα η έμμεση ελάφρυνση του χρέους μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου καταβολής χρεολυσίων, διατηρεί τη χώρα σε παρατεταμένη φάση αφερεγγυότητας και επιτρέπει στις πιστώτριες χώρες να διατηρούν την πίεση για μεταρρυθμίσεις».
Είναι φανερή η πολιτική στόχευση της θέσης των δανειστών, ενώ είναι επίσης σαφές ότι η λεγόμενη μείωση της παρούσας αξίας των μελλοντικών δόσεων του χρέους δεν ισοδυναμεί με τη μερική μείωσή του, όσον αφορά την τελική πραγματική ελάφρυνση, ώστε να καθίσταται δυνατή η αποκατάσταση της φερεγγυότητας της χώρας στις αγορές, κάτι που θα οδηγήσει στην απεξάρτηση από τους δανειστές.
Η ουσιαστική μείωση του χρέους
Είναι σαφής η προτεραιότητα της χώρας να επιτύχει ουσιαστική μείωση του χρέους, με μείωση και της ονομαστικής του αξίας, παράλληλα με τη μείωση του ονομαστικού επιτοκίου, αλλά και την αύξηση του χρόνου αποπληρωμής που θα μειώσει την παρούσα αξία, υπολογιζόμενη όμως με ένα ρεαλιστικό προεξοφλητικό επιτόκιο, ώστε από τον συνδυασμό τους να αποκαθίσταται η πιστοληπτική φερεγγυότητα της χώρας στις αγορές.
Άλλωστε οι πιστώτριες χώρες και ειδικά η Γερμανία έχουν ήδη επωφεληθεί πολλά, μόλις τον Αύγουστο το 2015 το επίσης γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών του Saale (IWH) υπολόγισε το όφελος της Γερμανίας από την ελληνική κρίση σε περισσότερα από 100 δισ. ευρώ για την περίοδο 2010-2015 (“Αυγή” 30.8.2015).
Η χώρα βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση μιας μεγάλης διπλωματικής προσπάθειας, που μπορεί να οδηγήσει με σύμμαχο τους λαούς της Ευρώπης στην επιτυχή κατάληξη της διαπραγμάτευσης, για μια πραγματική μείωση του χρέους, ως ουσιαστική πράξη αλληλεγγύης, σε μια εποχή που αυτή έχει καταστεί ολοένα και μεγαλύτερο ζητούμενο.
Πηγή: Αυγή