Νόαμ Τσόμσκι: Πλουτονομία και πρεκαριάτο. Πώς χωρίστηκε ο κόσμος και ο ταξικός ρόλος της κεντρικής τράπεζας. Τι μπορεί να γίνει για μια ανατροπή και πώς.
Νόαμ Τσόμσκι: Πλουτονομία και πρεκαριάτο – Άλαν Γκρίνσπαν και η υγιής… οικονομία
Για τον πολύ κόσμο, δηλαδή για το 99% του πληθυσμού όπως υποστηρίζει το κίνημα Occupy τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα.
Και θα μπορούσαν να γίνουν χειρότερα. Μπορεί κάλλιστα να διανύουμε μια περίοδο μη ανατρέψιμης υποχώρησης του βιοτικού επιπέδου.
Για το 1%, η και για ακόμη μικρότερο ποσό – για ένα δέκατο του 1% – , τα πράγματα είναι μια χαρά. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι ποιο πλούσιοι από ποτέ, πιο ισχυροί από ποτέ. ελέγχουν το πολιτικό σύστημα αδιαφορώντας για τον λαό.
Και, από την πλευρά τους, γιατί να μην θέλουν να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση; Γι’ αυτό ακριβός μας είχαν προειδοποιήσει ο Άνταμ Σμίθ και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο.
Η Citigroup
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Citigroup. Επί δεκαετίες η Citigroup αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους και πιο διεφθαρμένους οργανισμούς επενδυτικής τραπεζικής, ο οποίος έχει διασωθεί επανειλημμένως με χρήματα των φορολογουμένων, αρχής γενομένης από τα πρώτα χρονιά της προεδρίας Ρέιγκαν και φτάνοντας μέχρι της μέρες μας.
Δεν πρόκειται να μπω σε
λεπτομέρειες όσον αφορά την διαφθορά – πιθανότατα γνωρίζεται ήδη
για αυτό το ζήτημα-, τα γεγονότα αυτά όμως είναι αρκετά
εντυπωσιακά.
Το 2005 η Citigroup κυκλοφόρησε ένα έντυπο για τους επενδυτές με τίτλο «Πλουτονομία: αγοράζοντας μετοχές πολυτελείας, αναλύοντας τις παγκόσμιες ανισότητες.»
Το προσπέκτους τους παρότρυνε να επενδύσουν χρήματα σε έναν «δείκτη πλουτονομίας». Το περιληπτικό σημείωμα λέει ότι ο «κόσμος χωρίζεται σε δυο μπλοκ – την Πλουτονομία και τους υπολοίπους»
Πλουτονομία και Πρεκαριάτο
Ο όρος «πλουτονομία» αναφέρεται στους εύπορους, σε εκείνους που αγοράζουν αγαθά πολυτελείας κ.τ.λ, οι οποίοι ελέγχουν το παιχνίδι.
Υποστήριζε, λοιπόν, η Citigroup ότι ο συγκεκριμένος δείκτης πλουτονομίας ξεπερνούσε κατά πολύ σε απόδοση το χρηματιστήριο και ότι εκεί έπρεπε κάνεις να επενδύσει τα χρήματά του.
Όσο για τους υπολοίπους ας πάνε να πνιγούν. Δεν μας νοιάζει καθόλου. Στην πραγματικότητα δεν τους χρειαζόμαστε.
Είναι βέβαια απαραίτητοι αν θέλουμε να έχουμε ένα ισχυρό κράτος που θα μας προστατεύει και θα μας βγάζει από τη δύσκολη θέση, όμως δεν έχουν καμιά άλλη χρησιμότητα
Αυτή την περίοδο αποκαλούνται συχνά «πρεκαριάτο» – οι άνθρωποι που ζουν σε επισφαλείς συνθήκες στις παρυφές της κοινωνίας. Δεν αποτελούν όμως πλέον τις παρυφές.
Αρχίζουν σιγά σιγά να αναδεικνύονται σε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και αλλού. Και αυτό θεωρείται καλό.
Άλαν Γκρίνσπαν – Ο Άγιος Γκρίνσπαν
Έτσι για παράδειγμα ο Άλαν
Γκρίνσπαν όταν ήταν ακόμη ο «Άγιος Άλαν» – και όλοι οι ειδικοί
τον θεωρούσαν έναν από τους σπουδαιότερους οικονομολόγους όλων
τω εποχών ( πριν από την πρόσφατη οικονομική κατάρρευση, για την
οποία ήταν ο βασικός υπεύθυνος ) -, είχε καταθέσει ενώπιον του
Κογκρέσου, την περίοδο της προεδρίας Κλίντον.
Περιγράφοντας τα θαύματα της ακμάζουσας οικονομίας της οποίας είχε την εποπτεία, είχε δηλώσει ότι κατά ένα μεγάλο ποσοστό η επιτυχία οφειλόταν, εν πολλοίς, σε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «αυξανόμενη εργασιακή ανασφάλεια».
Αν οι εργαζόμενοι νοιώθουν ανασφάλεια, αν αποτελούν μέρος αυτού που τώρα ονομάζουμε «πρεκαριάτο», ζώντας σε επισφαλείς συνθήκες, τότε δεν πρόκειται να αρχίζουν τις διεκδικήσεις, δεν πρόκειται να αγωνιστούν για να εξασφαλίσουν έναν καλό μισθό η επίδομα.
Μπορούμε να τους διώξουμε κλοτσηδόν αν δεν τους χρειαζόμαστε. Και αυτό ακριβός σημαίνει με τεχνικούς ορούς, «υγιής» οικονομία. Και γι αυτή του την τοποθέτηση ο Γκρίνσπαν έγινε αποδέκτης ιδιαιτέρως εγκωμιαστικών σχολίων και θαυμασμού.
Ο κόσμος χωρίστηκε στα δυο
Έτσι τώρα ο κόσμος χωρίζεται πράγματι στα δυο, στην πλουτονομία από την μια και στο πρεκαριάτο από την άλλη – η, σύμφωνα με την ορολογία του κινήματος Occupy , στο 1% και στο 99%
Δεν πρόκειται για απλά νούμερα, αλλά για την πραγματική εικόνα. Τώρα πλέον στο παιχνίδι έχει μείνει μόνο η πλουτονομία. Θα μπορούσε, λοιπόν, να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση.
Αν όντως συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, η ιστορική ανατροπή που άρχισε την δεκαετία του 1970 ενδέχεται να καταστεί μη ανατρέψιμη. Προς τα κει οδεύουμε.
Και το κίνημα Occupy είναι η πρώτη πραγματική, μαζική λαϊκή αντίδραση, που θα μπορούσε να ανακόψει αυτή την πορεία.
Όμως, όπως είπα, είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε ότι θα είναι ένας μακρόχρονος, σκληρός αγώνας. Οι νίκες δεν κατακτώνται από την μια μέρα στην άλλη.
Πρέπει να επιμείνει κανείς, να διαμορφώσει δομές βιώσιμες, που θα αντέξουν στα δύσκολα και με τις οποίες θα καταφέρεις να εξασφαλίσεις σημαντικές νίκες. Και είναι πολλά αυτά που μπορούν να γίνουν.
Το κίνημα Occupy οφείλει να προσεγγίσει το ευρύτερο πληθυσμό. Να ασχοληθεί με τα ζητήματα που ενδιαφέρουν πραγματικά τους ανθρώπους.
Να είναι παρόν εκεί όπου υπάρχει ανάγκη, όπως συνέβη στην περίπτωση τού τυφώνα Σάντι. Επίσης πρέπει να δραστηριοποιηθεί όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Τι απαντά ο Νόαμ Τσόμσκι στην ερώτηση: «Πώς μπορούμε να κινητοποιήσουμε τον αμερικανικό λαό»
Ο μόνος τρόπος, απ’ ότι ξέρω, για να κινητοποιήσεις τον αμερικανικό λαό – οποιονδήποτε λαό – είναι να βγεις εκεί έξω και να συναντηθείς μαζί του.
Να πας εκεί που πάει ο κόσμος – στις εκκλησίες, στα κλαμπ, στα σχολεία, στα συνδικάτα -, όπου κι’ αν είναι.
Να σχετιστείς μαζί τους, να προσπαθήσεις να μάθεις απ’ αυτούς και να επιφέρεις αλλαγή στις συνειδήσεις τους.
Το παραπάνω κείμενο είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Νόαμ Τσόμσκι, Occupy, Εκδόσεις Κέρδος Α.Ε. 2015. Σελ.: 33-36, 53-54 και 224.