ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ

αναδημοσίευση απο τον “ΟΙΣΤΡΟ”


Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΛΑΝΤΗ*
Δεν αποτελεί υπερβολή η σκέψη ότι ο πολιτικός χρόνος στην Ελλάδα και οι εξελίξεις της πολιτικής ταξικής πάλης παρουσιάζουν όλο και περισσότερο μια τάση συμπύκνωσης αλλά και οριακής πια διαμόρφωσης. Αποτελεί ούτως ή άλλως χαρακτηριστικό της μετανεοτερικής περιόδου η σμίκρυνση της χωρικής απόστασης αλλά και η συμπύκνωση πολλών γεγονότων –λόγω και της εύκολης επικοινωνίας – σε μικρό χρονικό διάστημα, όμως, αυτή η διάσταση έχει επιταθεί κατά πολύ στην χώρα μας της περιόδου της «κρίσης». Με αυτό εννοώ ότι ιδίως στα τελευταία δυο χρόνια από το καλοκαίρι του 2012 μέχρι τώρα συνέβησαν πολύ σημαντικά γεγονότα και ότι μετατοπίσθηκαν σημαντικές ορίζουσες στην πολιτική και κοινωνική συγκυρία, οι οποίες χαρακτήριζαν εκείνη την περίοδο-κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά προς αρνητική κατεύθυνση. 
Μια πρώτη διάσταση είναι αυτή της αρνητικής μεταβολής σε σημαντικό βαθμό των χαρακτηριστικών της οργάνωσης του λαϊκού και του εργατικού κινήματος και των χαρακτηριστικών της ταξικής πάλης. Κατά τα δύο πρώτα χρόνια της κρίσης υπήρξε μια μεγάλη άνοδος των κοινωνικών και ταξικών αγώνων σε επίπεδα πρωτοφανή από την δεκαετία του 1980 και εφεξής. Οι εργατικές οργανώσεις μην έχοντας υποστεί ακόμη άμεσα τις συνέπειες της μεγάλης ανεργίας, του ατομικισμού των εργαζομένων και της εργασιακής πλήρους απορρύθμισης-και ιδίως οι οργανώσεις του δημόσιου τομέα- προχώρησαν σε μεγάλες συντονισμένες απεργίες και κινητοποιήσεις, με αποκορύφωμα την πρωτοφανή απεργία-διαδήλωση της 5-5-2010 και υπήρξε εκτεταμένη αντιπαράθεση με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. 
Ομοίως, κατά την ψήφιση του δεύτερου Μνημονίου, τον Φεβρουάριο του 2012 υπήρξε μεγαλειώδης συνδικαλιστική και πολιτική κινητοποίηση, στην οποία η Αριστερά και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ πρωταγωνίστησε, δονώντας τους δρόμους της Αθήνας. Επίσης, το μεγάλο κίνημα των πλατειών του 2011 –παρά τις αντιφατικές όψεις του- σήμανε μια εξαιρετική μετατόπιση εργαζόμενων ή και μεσαίων στρωμάτων σε αντικυβερνητική και αντικαθεστωτική κατεύθυνση. Ιδίως, η ανάδειξη αμεσοδημοκρατικών και συμμετοχικών μορφών αγώνα , παρά τις κάποιες «αμφίσημες» αντιπολιτικές όψεις τους, σήμανε μια ποιοτική άνοδο της μαζικής κινητοποίησης. Εξίσου σημαντική υπήρξε και η λαϊκή αμφισβήτηση και κινητοποίηση τον Οκτώβριο του 2011, η οποία και ανέτρεψε ουσιαστικά την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και στην αντικατάστασή του από την κυβέρνηση Παπαδήμου αλλά και η μεγάλη και διαρκής κινητοποίηση των κατοίκων στις Σκουριές της Χαλκιδικής. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν σε μια σαρωτική ηγεμονική κρίση στα μέσα του 2012, η οποία καταγράφηκε στην ιλιγγιώδη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, στην ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους του πολιτικού σώματος αλλά και στην συμμετρική δεξιά ριζοσπαστικοποίηση, η οποία εκφράσθηκε πρωτευόντως στην μεγάλη άνοδο της Χρυσής Αυγής και δευτερευόντως στην μετατροπή της νεοσυντηρητικής Νέας Δημοκρατίας στον κύριο κυβερνητικό εταίρο του μνημονιακού κρατικού μπλοκ εξουσίας.
Όμως, τα κινήματα της περιόδου 2010-2012 συνάντησαν ένα εξαιρετικά σκληρό και κατασταλτικό κυβερνητικό μηχανισμό, έναν κατασταλτικό οδοστρωτήρα. Ποτέ τα κινήματα στην Ελλάδα ως τώρα δεν είχαν συναντήσει μια τόσο άκαμπτη και σκληρή κυβερνητική και κρατική διαχείριση. Δεν ήταν προετοιμασμένα για κάτι τέτοιο. Συνέβη, λοιπόν, το παράδοξο μεγάλα κινήματα με ισχυρή δυνατότητα κινητοποίησης να αδυνατούν να αποσπάσουν παραχωρήσεις από το κράτος και να αδυνατούν να αλλάξουν την πολιτική ατζέντα και να ωθήσουν τις κυβερνήσεις σε υποχώρηση ως προς τις αντιμεταρρυθμιστικές πολιτικές τους. Αυτό ήταν φυσικό, καθώς ολόκληρος ο βίαιος κρατικός μηχανισμός στην πιο συγκεντρωτική του μορφή ( με την μορφή των ειδικών αστυνομικών δυνάμεων, των εισαγγελικών αρχών και των δκαστηρίων) αλλά και ολόκληρος ο διακυβερνητικός και οικονομικός μηχανισμός της Ε.Ε. επιστρατεύθηκαν ώστε να μην παρεκκλίνει η κυβερνητική πορεία ούτε κατά ένα γιώτα. 
Αυτή η παράδοξη κατάσταση-να ανεβαίνουν οι αγώνες και παράλληλα να ηττώνται, να μην κερδίζουν τίποτε- καταγράφηκε στο αίτημα να υπάρξει άμεσα αλλαγή στην κατάληψη του κυβερνητικού κέντρου εξουσίας το καλοκαίρι του 2012. Πράγματι, αν αυτή η αλλαγή είχε τότε επιτευχθεί, η μείζων σύγκρουση με τον κρατικό και ενωσιακό μνημονιακό μηχανισμό, με το κεφάλαιο και την Ε.Ε., δυνάμεις που δεν είχαν ακόμη ποιοτικά συνασπιστεί και προετοιμαστεί, μπορεί να καθίστατο όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά και πιθανότατα νικηφόρα. Δεν είναι τυχαίο το ότι κολοσσιαίες πολιτικές δυνάμεις και κέντρα εξουσίας οργάνωσαν ένα τεράστιο μέτωπο ώστε αυτό τότε να αποφευχθεί και, δυστυχώς, το πέτυχαν. Στην φάση εκείνη είναι αρκετά πιθανή η εκτίμηση ότι τα κέντρα εξουσίας προώθησαν και μια κατά το δυνατόν ελέγξιμη δεξιά ριζοσπαστικοποίηση.
Η πολιτική ήττα του 2012 μέτρησε σημαντικά στην περαιτέρω πορεία των κοινωνικών και ταξικών αγώνων. Η ήττα αυτή δημιούργησε και ανέδειξε εμφανή σημεία κόπωσης στους μαχόμενους θύλακες των εργατικών και κοινωνικών κινημάτων. Διαμορφώθηκε ένα ακόμη σκληρότερο κυβερνητικό κέντρο, το οποίο αύξησε και εντατικοποίησε την δράση των πολύμορφων κατασταλτικών μηχανισμών (κήρυξη απεργιών μαζικά ως παρανόμων, πολιτικές επιστρατεύσεις απεργών κλπ).
Η πολύ καταθλιπτική αυτή κατάσταση ανέδειξε και μονιμότερα δομικά προβλήματα του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από την Μεταπολίτευση και μετά (έντονη γραφειοκρατικοποίηση των δευτεροβαθμίων και τριτοβαθμίων οργανώσεων, απίστευτη αντισυνδικαλιστική τρομοκρατία στον ιδιωτικό τομέα, προτίμηση στην ατομική και μερική διαπραγμάτευση του ύψους της ήττας αντί του αγώνα, μη συντονισμός των αγώνων, έλλειψη ταξικής περηφάνειας της εργατικής τάξης και όψεις ιδεολογικής «μικροαστικοποίησης» των μισθωτών κλπ). 
Πράγματι, η σημαντική υποχώρηση του μαζικού κινήματος στην διετία 2012-2014 δεν είναι κάτι που οφείλεται αποκλειστικά στην «κρίση πολιτικής ηγεσίας» ή στην «δεξιά» μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’όλα αυτά τα δεδομένα, τα έντονα μακροχρόνια προβλήματα του εργατικού κινήματος και οι μακροχρόνιες «αρρυθμίες» του περιλαμβάνουν και την πολιτική και ιδεολογική πλημμέλεια των υποκειμένων της Αριστεράς. Σαν να μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αστική στρατηγική επί χρόνια εισήγαγε στον σχεδιασμό της τόσο την κοινωνική-πολιτισμική αγωνιστική αποδυνάμωση της μισθωτής εργασίας ( π.χ,. με την δάνεια ζήτηση της χρυσής περιόδου 1996-2008 ) όσο και τις όψεις κρίσης και αναποτελεσματικότητας των υποκειμένων της (σεχταρισμός του ΚΚΕ, αδυναμίες του Συνασπισμού ή της Άκρας Αριστεράς). Ακόμη και αν υποστηριχθεί μεθοδολογικά ότι ένα πολιτικό υποκείμενο δεν μπορεί βραχυχρόνια να ανατάξει πλήρως τις πιο διαρκείς κοινωνικές δυναμικές (π.χ. ότι μια τακτική του ΣΥΡΙΖΑ στα 2012-2014 θα μπορούσε δύσκολα να αποδυναμώσει πλήρως τις όψεις της κόπωσης και δυσκολίας) , είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ένα ανερχόμενο και ισχυρό πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε με κάποια προαπάθεια να αντισταθμίσει και αντιπαλέψει με τις παρεμβάσεις του τις δυσκολίες σε μεγάλο βαθμό και να προσφέρει ικανοποιητικότερη ενίσχυση στο μαζικό κίνημα.
 
Θα μπορούσε π.χ. να μετατρέψει την μάχη στο Μετρό τον Φλεβάρη του ’13 σε πεδίο συντονισμού των αγωνιζόμενων εργατικών δυνάμεων, θα μπορούσε να στηρίξει ικανοποιητικότερα την ΟΛΜΕ τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο του ’13, να ωθήσει σε μεγαλύτερης έκτασης «εθνική» σύγκρουση την κρίση της ΕΡΤ τον Ιούνιο του ’13. Αυτό δεν συνέβη – μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως κατά τον Μάιο του 2013 στην ΟΛΜΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε την υποκειμενική δυσκολία και μάλιστα και την «αρνητική αυτονομία του κινήματος» σε γενεσιουργό αίτιο μιας τακτικής υπαναχώρησης από την στήριξη του κινήματος. 
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα σημειώσει εδώ ότι η στάση «δεξιάς» μετατόπισης του προσανατολισμού του ΣΥΡΙΖΑ στα 2012-2014 αποτέλεσε μια τακτική προσαρμογής στην τάση της ήττας και όχι μια τακτική ανάσχεσης και καταπολέμησης της τάσης αυτής. Αυτή η προσαρμογή δεν ήταν νομοτελειακή αλλά αντανακλά υποκειμενικές αδυναμίες και ιδεολογικές αμορφίες και προβλήματα του συνολικού πολιτικού σχηματισμού. Αυτό καταδείχθηκε – με την μεγάλη εξαίρεση του αγώνα στις Σκουριές και το αγώνα των καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών- σε μια λογική ότι το κίνημα είναι καταδικασμένο να χάνει διαρκώς από το μνημονιακό μπλοκ και ότι ανεξαρτήτως της δύναμης του κινήματος και των κοινωνικών επιτυχιών ή αποτυχιών του η αλλαγή του κυβερνητικού κέντρου εξουσίας θα επιλύσει πολιτικά τον συσχετισμό στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αυτό σήμαινε και μια σχετική υποταγή στην αυταρχική αστική νομιμότητα. Με αυτήν την λογική σε κάθε έξαρση του κινήματος λέγαμε ότι σε λίγες μέρες θα γίνουν υποχρεωτικά εκλογές και θα πέσουν. Όμως, ούτε εκλογές έγιναν ούτε έπεσαν. Σε αυτήν την έκβαση έπαιξε μεγάλο ρόλο το λάθος της υπεραυτονόμησης του πολιτικού επιπέδου και μάλιστα του κοινοβουλευτικού του βραχίονα από την κοινωνική και πολιτική δυναμική του μαζικού κινήματος.
Η ήδη εξέλιξη των ταξικών αγώνων προς έναν δυσμενέστερο κοινωνικό συσχετισμό σήμανε και νέες ανολοκλήρωτες ακόμη δυνατότητες για την αστική επίλυση της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης και ηγεμονίας, η οποία κορυφώθηκε το 2012. Σήμερα, παρά την χρεωκοπία των ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και Σια , εμφανίζονται νέα υποκείμενα προς την κατεύθυνση της ανασύστασης της Κεντροαριστεράς και της οργάνωσης των εύπορων αστικών και ανώτερων μικροαστικών μερίδων (Ποτάμι)., η Δεξιά κρατά σημαντικές δυνάμεις και η Ακροδεξιά-αν και εξοβελιστέα από το πολιτικό σύστημα ως εγκληματική δύναμη – ενισχύεται ως ο βασικός φορέας του δεξιού και εθνικιστικού ριζοσπαστισμού και απαξίωσης από τα δεξιά του κοινοβουλευτικού συστήματος. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια ήπια καπιταλιστική ανάκαμψη μετά από κάποιο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα την δυνατότητα επιμέρους κορπορατιστικών ή ατομικών μέτρων ανακούφισης από το μνημονιακό μπλοκ και την δυνατότητα επίσης δημιουργίας κακοπληρωμένων και ελαστικών θέσεων απασχόλησης, πάντοτε σε ένα μνημονιακό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο : αυτό θα έδινε μια ανάσα στους κυβερνώντες σε βάθος χρόνου. Επίσης, η πολιτική ενότητα της Αριστεράς, αν και αναγκαία, μοιάζει πιο απόμακρη από ποτέ.
Και μετά από όλα αυτά, τι ; Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι αυτά αποτελούν περασμένα προβλήματα , ότι είμαστε ήδη το πρώτο κοινοβουλευτικά κόμμα και ότι σύντομα θα είμαστε κόμμα αριστερής διακυβέρνησης, ότι οι φόβοι αστικής επίλυσης της πολιτικής κρίσης είναι φόβοι ιδεοληπτικοί, «αριστερομετρικοί» και προεκτεταμένες αντιπολιτευτικές γκρίνιες κατά της ηγεσίας του κόμματος. Όμως, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Ένα κίνημα που έχει αρχίσει να εθίζεται στην ήττα και στην αποσυσπείρωση, μια κοινωνία που έχει γεμίσει όχι μόνο οργή –αυτή είναι η θετική διάσταση- αλλά και απογοήτευση και απελπισία, ένα κόμμα που ελπίζει στην πλήρη αυτονομία του «κοινοβουλευτικού πολιτικού επιπέδου» και που δεν πολυενθαρρύνει την αντίσταση και την ενεργητική αμφισβήτηση της αυταρχικής αστικής νομιμότητας (βλ. το θέμα της αντίστασης ή της πολιτικής ανυπακοής στην εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ), πώς αυτά τα υλικά μπορεί να στηρίξουν μια κυβέρνηση της Αριστεράς , όπως την προσδιόριζε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και σε έναν βαθμό ακόμη και στο ιδρυτικό του Συνέδριο ; 
Μετά βίας αυτά τα υλικά μπορούν να στηρίξουν μια αμφίσημη κυβερνητική συσπείρωση με άλλες δυνάμεις, η οποία δεν θα μπορούσε ούτε την διαγραφή του χρέους ούτε την ανατροπή των μνημονίων να προωθήσει. Αν το μαζικό κίνημα δεν αναταχθεί, αν δεν υπάρξουν μέσα στην επικείμενη χρονιά κοινωνικοπολιτικές κινηματικές νίκες, η προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς θα αρχίσει να διαγράφεται είτε ως πεπερασμένη είτε ως ισχνή δυνατότητα. 
Ένας ισχυρός κοινοβουλευτικά ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αναγκαστικά ένας ΣΥΡΙΖΑ που εκπροσωπεί έναν ισχυρότερο κοινωνικό ριζοσπαστισμό από εκείνον του 2012. Εδώ , ας ληφθούν υπ’όψιν και οι βαθύτερες αδυναμίες των κομμάτων του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς όσον αφορά την αντιπαράθεση με την δομή και τα χαρακτηριστικά της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Μπορεί δυνητικά –αν οι υπάρχουσες συντηρητικές μετατοπίσεις αποκρυσταλλωθούν στην Ελλάδα πιο ολοκληρωμένα- να εκπροσωπήσει κάτι πολύ λιγότερο από το μπλοκ του κοινωνικού ριζοσπαστισμού, ένα μπλοκ συμμαχίας των κοινωνικά απελπισμένων με τμήματα που δεν έχουν θιγεί από την κρίση. Μπορεί να εκφράσει μια μεσοαστική ή και αστική ηγεμονία και όχι πλέον μια εργατική-λαϊκή αντίστοιχη. Υπό αυτήν την έννοια, μπορεί να συμβάλει όχι στην όξυνση της αστικής κρίσης εκπροσώπησης αλλά στην άμβλυνση και επίλυσή της.
Δεδομένου ότι οι παραπάνω τάσεις και μεταβολές πρέπει να μελετηθούν άμεσα αλλά δεν είναι ολοκληρωμένες και περατωμένες, οφείλουμε ως κόμμα να αλλάξουμε ρότα, όσο αυτό είναι ακόμη εφικτό και πρόσφορο- ο χρόνος που έχουμε είναι κάθε άλλο παρά απεριόριστος. Το ζήτημα μιας κομματικής συλλογικής πρακτικής που διαμορφώνει ένα πολιτικοοργανωτικό κέντρο του κινήματος και που στηρίζει την ανάπτυξη και τον συντονισμό του, το ζήτημα της διεκδίκησης της ενότητας της Αριστεράς, το ζήτημα ενός πραγματικά ριζοσπαστικού πολιτικού προγράμματος, το ζήτημα μιας άσκησης διοίκησης από τα εκλεγμένα στελέχη μας στην Αυτοδιοίκηση με σεμνότητα και με ένα εναλλακτικό παράδειγμα εξουσίας, το ζήτημα της εγκατάλειψης των εκφωνήσεων που ακυρώνουν τις ριζοσπαστικές όψεις του ΣΥΡΙΖΑ –ακόμη και στον βαθμό που παρέμειναν αυτές στο πλαίσιο του συνεδρίου μας-, το ζήτημα της μη νομιμοποίησης του φθαρμένου πολιτικού προσωπικού της Κεντροαριστεράς καθώς και της μη εισαγωγής «τεχνολογιών ανάδειξης στελεχών και αντιπροσώπων αμερικάνικου τύπου» από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι όψεις μιας τακτικής, η οποία, αν ακολουθηθεί με συστηματικό τρόπο, μπορεί να ανατάξει τις αρνητικές μεταβολές του συσχετισμού δύναμης στην ελληνική κοινωνία την τελευταία διετία. Οι δυνάμεις της Αριστερής Πλατφόρμας οφείλουν-σε συνεργασία και με άλλες ριζοσπαστικές δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ- να πρωταγωνιστήσουν σε αυτήν την προσπάθεια. Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι μέλος της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ
ΙΣΚΡΑ Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014