του Τάσου Παππά
Σεβαστή και, σε γενικές γραμμές, αναμενόμενη η κριτική που γίνεται στον Αλέξη Τσίπρα από τα αριστερά του. Είναι φυσικό να του επιτίθενται το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακόμη και η συνιστώσα του Αριστερού Ρεύματος, για τις επαφές που έχει με τον ΣΕΒ και τους ένστολους, για την επίσκεψη στο Άγιον Όρος, για τις συναντήσεις με τον αρχιεπίσκοπο, για τις δηλώσεις που κάνουν στενοί συνεργάτες του σχετικά με τις πολιτικές συμμαχίες (Νίκος Παππάς) και το χρέος (Γιώργος Σταθάκης) και για την επιλογή του να προτιμήσει να πάρει μέρος στο φόρουμ του Κόμο, παρέα με όσους χαρακτήριζε υπεύθυνους για την ανθρωπιστική καταστροφή της χώρας και όχι στις διαδηλώσεις των συνδικάτων στη Θεσσαλονίκη.
Όλα αυτά, κατά την ανάλυσή τους συνιστούν στροφή στο ρεαλισμό, που με τα δικά τους λόγια είναι συμβιβασμός με τον ταξικό αντίπαλο και το σύστημα. Αυτά που προβληματίζουν και ενοχλούν τους αριστερούς θα έπρεπε κανονικά να χαροποιούν τους άλλους, δηλαδή όλους εκείνους που κατηγορούσαν τον Τσίπρα για ροπή προς τον εξτρεμισμό και τον αντιευρωπαϊσμό.
Αντί, όμως, να πανηγυρίζουν τον εγκαλούν για οπορτουνισμό. Δεν τους άρεσε ο προηγούμενος Τσίπρας– ήταν πολύ πρωτόγονος και ριζοσπάστης για τα δικά τους γούστα- δεν τους αρέσει ούτε και ο σημερινός- τον βρίσκουν σε απόσταση από τις διακηρύξεις του κόμματος του. Τέτοια πρεμούρα για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ!
Τι πραγματικά συμβαίνει; Είναι απλό. Όπως γίνεται με όλα τα κόμματα που εκτοξεύονται από το περιθώριο στην πρώτη γραμμή της πολιτικής, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ περνάει αργά και βασανιστικά από την καταγγελία και τη διαμαρτυρία, στις προτάσεις και τα επεξεργασμένα σχέδια, από τα εύκολα αναθέματα στην περιγραφή λύσεων. Η επιθετική ρητορική σε βοηθάει να μαζέψεις τον κόσμο και να τον έχεις συσπειρωμένο, δείχνοντάς του συνεχώς ποιος είναι ο εχθρός που πρέπει να εξουδετερωθεί.
Σε τέτοιες συνθήκες σχεδόν τα πάντα επιτρέπονται: οι υπερβολές, τα παχιά λόγια, οι μεγάλες υποσχέσεις, ο μαχητικός ακτιβισμός. Για να τον κρατήσεις, όμως, πρέπει να τον πείσεις και ότι θέλεις και ότι μπορείς να κυβερνήσεις. Στην περίπτωση αυτή το «όχι σε όλα» δεν αρκεί. Γρήγορα θα ξεφτίσει αν δεν συνοδευτεί με καθαρές απαντήσεις σε σύνθετα προβλήματα και με μια σαφή στρατηγική εξουσίας.
Στη φάση που διανύουμε, ύστερα από μία εκλογική νίκη (Ευρωεκλογές) και με δεδομένη την αδυναμία των κομμάτων της συγκυβέρνησης να εμπνεύσουν τους πολίτες, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένη να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που η ίδια καλλιέργησε στην κοινωνία, χωρίς ωστόσο να υποτιμά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της είναι τρομοκρατημένο, άρα συντηρητικό και ευάλωτο στην κινδυνολογία που θα διακινήσουν οι μηχανισμοί χειραγώγησης. Υποστηρίζει ότι δεν φοβάται να αναλάβει τις ευθύνες της διακυβέρνησης και ότι είναι σε θέση να διαχειριστεί τις υποθέσεις του κράτους. Πρέπει, όμως, να προσκομίσει αποδείξεις για να δελεάσει όσους παραμένουν επιφυλακτικοί. Αυτό προσπαθεί να κάνει. Μένει να αποδειχθεί αν μπορεί να το πετύχει χωρίς να πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο.