η ανατροπή δεν είναι πρόσκληση σε πάρτι

Σύμφωνα με τη γνωστή ρήση του Μάο, η επανάσταση δεν είναι πρόσκληση σε πάρτι. Και μπορεί αυτό που είναι προ των πυλών στην Ελλάδα να μην είναι η “επανάσταση” όπως την εννοούσε ο κινέζος ηγέτης σίγουρα όμως δεν είναι μια συνηθισμένη εκλογική αναμέτρηση. 
Του Στάθη Κουβελάκη

Η οξύτητα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η κατάρρευση των παραδοσιακών σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης, ο κύκλος των κινητοποιήσεων της διετίας 2010-2012, και φυσικά η ορμητική άνοδος ενός κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, που βρίσκεται πλέον στα πρόθυρα της κυβερνητικής εξουσίας, σκιαγραφούν την δυνατότητα μιας μεγάλης τομής που συνοψίζεται με τον όρο που έχει καθιερωθεί σε φίλους και αντιπάλους  της “ανατροπής”. Το ακριβές περιεχόμενο αυτής της ανατροπής είναι ταυτόχρονα σαφές και ανοιχτό: ανατροπή σημαίνει πρώτα και κύρια ακύρωση των μνημονίων, αποδόμηση του καθεστώτος που έχουν δημιουργήσει σε όλα τα επίπεδα των κοινωνικών σχέσεων, απαλλαγή από το βραχνά του δημόσιου χρέους και αποκαταστάση ενός πλαίσιου δημοκρατικής λειτουργίας που έχει καταστραφεί από τον οδοστρωτήρα της τροϊκανής κηδεμονίας και του κλιμακούμενου κρατικού αυταρχισμού.

Οπως είναι προφανές στον καθένα πλέον, αυτοί οι φαινομενικά μετριοπαθείς άμεσοι στόχοι σημαίνουν μια τεράστια σύγκρουση, τόσο εντός της χώρας όσο και με τις κυριάρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που έχουν ήδη εκδηλώσει με απόλυτη σαφήνεια τις προθέσεις τους. Αυτό είναι εξ’άλλου και το ίδιον των “μεγάλων”, δηλαδή των κρίσιμων ιστορικών συγκυριών: όταν ακόμη και αλλαγές που σε άλλες συγκυρίες να ήταν ίσως απόλυτα συμβατές με το υπάρχον πλαίσιο προϋποθέτουν μεγάλες συγκρούσεις, που καταλήγουν αναπόφευκτα σε ανατροπές. Ο ρώσικος Οκτώβρης έγινε για την ειρήνη και τη γη, όχι για καθαυτό “σοσιαλιστικούς” στόχους, ο Λένιν ήταν σαφής ως προς αυτό. Αυτό που γίνεται σήμερα αντιληπτό, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, είναι ότι μια εκλογική νίκη του Σύριζα είναι σε θέση να πυροδοτήσει μια ιδιαίτερα “ανοιχτή” ως προς το εύρος και το βάθος της διαδικασία. Ανοιχτή γιατί το ελληνικό παράδειγμα εμπερικλείει μια καθαυτό ευρωπαϊκή δυναμική, με πιο ορατό δείγμα την Ισπανία, που θα σηματοδοτούσε ένα ντόμινο ανατροπών στην Γηραιά Ηπειρο. Ανοιχτή όμως είναι η διαδικασία και ως προς τον τελικό της στόχο. Γιατί όταν αρχίζει μια μεγάλης έκτασης σύγκρουση, κανείς δεν ξέρει μέχρι που μπορεί να οδηγήσει τις δυνάμεις που εμπλέκονται σ’αυτήν. Και τούτο ισχύει εξ’ίσου και για τα δύο πολιτικά και κοινωνικά μπλοκ που αντιπαρατίθενται.

Ο φόβος που προκαλούν οι εξελίξεις στην Ελλάδα στα ευρωπαϊκά αστικά επιτελεία, ένας φόβος που τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν να μετατρέψουν σε όπλο χειραγώγησης της ελληνικής και διεθνούς κοινής γνώμης, υποδηλώνει ότι σ’αυτήν την πλευρά υπάρχει απόλυτη συνείδηση των επίδικων της κατάστασης. Μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα θα πρέπει να περιμένει έναν πραγματικό πόλεμο με στόχο να εξαναγκαστεί να αθετήσει τις δεσμεύσεις προς αυτούς που την εξέλεξαν και να τις υποκαταστήσει με την τήρηση όσων ανέλαβαν οι προκάτοχοί της. Κάτι που φυσικά θα οδηγούσε στην άμεση σχεδόν κατάρρευσή της και την ακύρωση κάθε αριστερής προοπτικής για δεκαετίες. Αυτό ακριβώς είναι που δηλώνουν σε όλους τους τόνους τις τελευταίες εβδομάδες οι Γιούνκερ, Μοσκοβισί και λοιποί Σόϊμπλε. Θα ήταν κυριολεκτικά τραγικό να μην προετοιμάζεται  η άλλη πλευρά για αυτήν την αναμέτρηση με την αντίστοιχη σοβαρότητα και αποφασιστικότητα, καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις ότι όλα μπορούν να γίνουν με ένα είδους σκληρού μεν αλλά πολιτισμένου “διαλόγου” στην προοπτική ενός αμοιβαία αποδεκτού διακανονισμού.

Τι σημαίνει όμως αυτό πιο συγκεκριμένα;

Κατά την άποψή μας τους εξής τέσσερεις βασικούς άξονες . Πρώτον την απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος του Σύριζα, έτσι όπως ορίζεται από τις εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης και τις συνεδριακές του αποφάσεις. Με καρδιά την κατάργηση των Μνημονίων και της λιτότητας, την ανάταξη των δυνάμεων της εργασίας, την διαγραφή του μεγαλύτερη μέρους του χρέους με διαπραγμάτευση στην οποία “όλα τα όπλα”, συμπεριλαμβανομένης της στάσης πληρωμών, είναι στο τραπέζι. Η υλοποίηση του προγράμματος, ειδικότερα σε ότι αφορά τη δημιουργία ενός άλλου οικονομικού μοντέλου βασισμένου στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες απαιτεί όμως ένα ξεκαθάρισμα στόχων και μέσων για την επίτευξή τους. Δεν είναι για παράδειγμα σοβαρό δυνατόν να πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι όσοι επέβαλλαν την κοινωνική κατεδάφιση και εκποίηση του δημόσιου πλούτου των τεσσεράμιση τελευταίων χρόνων θα χρηματοδοτήσουν την ανατροπή τους, τη στιγμή μάλιστα που παραλλαγές αυτής της πολιτικής αποτελούν το άτεγκτο πλαίσιο όλης της πολιτικής που ακολουθείται σήμερα από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, υπό την στενή επίβλεψη των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επείγει λοιπόν, για να το πούμε κομψά, η επεξεργασία προτάσεων και λύσεων που θα χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο ρεαλισμό ως προς τους όρους και τα μέσα της υλοποίησής τους.

Δεύτερον, η συνειδητοποίηση της ασυμετρίας του συσχετισμού δύναμης και η συνεπακόλουθη αντιμετώπισή της. Που δεν μπορεί να είναι παρά η ευρύτατη ενεργοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που έχουν συμφέρον στην υλοποίηση της ανατροπής. Βεβαίως, η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, ακόμη και με όρους κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, δίνει αναντικατάστατα εργαλεία για την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων. Δεν αναιρεί όμως το γεγονός ότι τα βασικά κέντρα ισχύος, οικονομικά, κοινωνικά και εντός του ίδιου του κράτους, ελέγχονται από τον αντίπαλο. Γι αυτό ακριβώς τον λόγο η λαϊκή κινητοποίηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να καμθούν οι λυσσαλέες αντιστάσεις που προβάλλουν οι κυρίαρχες δυνάμεις όταν, όπως τώρα, αισθάνονται ότι απειλούνται. Κάτι τέτοιο σημαίνει όμως πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες για το πολιτικό υποκείμενο που καλείται να παίξει κεντρικό ρόλο σ’αυτή τη διαδικασία. Προτεραιότητες με όρους οργάνωσης, κινηματικού προσανατολισμού και κοινωνικής γείωσης που σημαίνουν ρήξη με το μοντέλου ενός πλαδαρού κόμματος εκλογικού μηχανισμού.

Τρίτον, υλοποίηση των προγραμματικών δεσμεύσεων και αμφίδρομη σχέση στήριξης και προώθησης μεταξύ κυβερνητικών πρωτοβουλιών και λαϊκής κινητοποίησης προϋποθέτουν τις δέουσες συμμαχίες σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Με θαρραλέο άνοιγμα σε όλες τις δυνάμεις που έδωσαν σκληρές μάχες όλα αυτά τα χρόνια ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές και τις συνέπειές τους, τόσο τις πιο “παραδοσιακές” όσο και τις πιο φρέσκες και καινοτόμες. Με προσανατολισμό στην ενιαία μετωπική δράση των δυνάμεων της Αριστεράς, παρά τους σεκταρισμούς και τις αναδιπλώσεις, ειδικότερα από την πλευρά της ηγεσίας του ΚΚΕ. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι άλλο οι εκλογικοί συσχετισμοί, άλλο οι συσχετισμοί στο οργανωμένο δυναμικό του κινήματος, όπου οι εκτός Σύριζα αριστερές δυνάμεις διατηρούν έναν καθοριστικό ρόλο.

Και για να είναι αξιόπιστα όλα αυτά, να γίνει σαφές ότι δεν έχουν θέση στο εγχείρημα της ανατροπής άνθρωποι και πολιτικές δυνάμεις που συνέπραξαν από θέσεις ευθύνης στις μνημονιακές πολιτικές. Ειδικότερα, το ενδεχόμενο συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ, που φαίνεται να απομακρύνεται τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ή πρόσφατα αποχωρήσαντων από το ΠΑΣΟΚ στελεχών μόνο να βλάψει μπορεί τον Σύριζα. Γιατί ο καθένας καταλαβαίνει ότι ο πολιτικός καιροσκοπισμός, η ανακύκλωση υπολειμμάτων ενός χρεοκοπημένου πολιτικού προσωπικού, που δεν εκπροσωπεί πλέον τίποτε με όρους εκλογικής βάσης, δεν αντιβαίνουν μόνο θεμελιώδιες αρχές της Αριστεράς αλλά αποτελούν και μια εξαιρετικά απειλητική υποθήκη για το άμεσο μέλλον. Για να το πούμε διαφορετικά, πόσο ασφαλής, σε μια τόσο κρίσιμη και συγκρουσιακή συγκυρία, μπορεί να θεωρηθεί η στήριξη σε άτομα και δυνάμεις που συμμετείχαν στην υλοποίηση όσων καλούνται τώρα να ανατρέψουν;

Τέταρτο και τελευταίο σημείο, αλλά σίγουρα όχι το λιγότερο σημαντικό, ο διεθνιστικός προσανατολισμός του εγχειρήματος της ανατροπής στη χώρα μας. Ολοι καταλαβαίνουν πόσο δύσκολος, αλλά ταυτόχρονα και πόσο ασταθής, είναι ο διεθνής, και ειδικότερα ο ευρωπαϊκός, συσχετισμός. Ο διεθνισμός των κυριάρχων είναι δεδομένος, αυτό σηματοδοτεί και όλη η στάση τους στο ενδεχόμενο αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά όμως, η νικηφόρα προοπτική του Σύριζα έχει προκαλέσει ένα εντυπωσιακό και ογκούμενο κύμα αλληλεγγύης και ελπίδας σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που ασφυκτιούν εντός του σημερινού του αυταρχικού νεοφιλελεύθερου πλαισίου. Αυτός ο διεθνισμός δεν είναι μόνο θέμα ηθικής και γενναιόδωρων συναισθημάτων. Είναι ένα πολιτικό όπλο καθοριστικής σημασίας για να ανακοπούν οι εκβιασμοί που θα ασκήσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η ΕΕ ενάντια σε μια ελληνική αριστερή κυβέρνηση. Και ταυτόχρονα ένας καταλύτης για την ανασυγκρότηση κινημάτων και πολιτικών δυνάμεων σε αριστερή ριζοσπαστική κατεύθυνηση σε όλη τη Γηραιά Ηπειρο.

Σ’αυτό το ευρωπαϊκό και ευρύτερο διεθνές πεδίο είναι που θα κριθεί σε τελευταία ανάλυση και η έκβαση του αναμέτρησης στη χώρα μας. Για να κινηθεί όμως ένα μέτωπο χρειάζεται να ανοιχτεί κάπου ένα πρώτο, αποφαστικό, ρήγμα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αυτό που κρίνεται εδώ και τώρα είναι η τύχη της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης που ξεκίνησε μια 11η του Σεπτέμβρη του 1973 όταν οι ερπύστριες όργωσαν τους δρόμους του Σαντιάγκο. Εκείνη τη μέρα, στο ύστατο μήνυμά του, ο Σαλβαντόρ Αλιέντε είχε πει “τον σπόρο που φυτέψαμε στη συνείδηση πολλών χιλιάδων εργαζομένων της Χιλής δεν θα μπορέσουν να τον καταστρέψουν οριστικά”. Από εμάς εξαρτάται να καρπίσει η σπορά κάτω από τον ελληνικό ήλιο, “για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση”.

αναδημοσίευση απο το the PressProject
http://www.thepressproject.gr/article/70949