Του Γιάννη Βαρουφάκη
Είναι στη μοίρα των φουσκών να σκάνε. Στην Ευρώπη, εδώ και δύο χρόνια, Φραγκφούρτη και Βερολίνο πασχίζουν να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι η Ευρώπη ξεπέρασε την κρίση του ευρώ. Τι καλύτερος τρόπος να πείσουν περί αυτού από το να φανεί πως ακόμα και η βαθιά πτωχευμένη Ελλάς συνέρχεται;
Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ από το καλοκαίρι του 2012 και έπειτα βοήθησαν στη δημιουργία φούσκας στην ευρωζωνική αγορά ομολόγων που έκανε την κρίση να μεταναστεύσει από την επιφάνεια (τις χρηματαγορές) στα θεμέλια της ευρωπαϊκής οικονομίας (στις επενδύσεις, τις επιχειρήσεις, στον αποπληθωρισμό). Με αυτή τη φούσκα ήλπιζε η κ. Μέρκελ ότι θα «αποδείξει» πως η γενικευμένη λιτότητα και τα στραβά μάτια στις μαύρες τρύπες των τραπεζών θα συγκαλυφθούν.
Στην περίπτωση της βαθιά και ποικιλοτρόπως πτωχευμένης Ελλάδας, καταβλήθηκε φιλότιμη προσπάθεια να δημιουργηθούν δύο φούσκες. Η μία φούσκα αφορούσε την αγορά ελληνικών ομολόγων και η άλλη τις τραπεζικές μετοχές. Η περίφημη έξοδος στις αγορές του περασμένου Απριλίου έγινε επειδή η ΕΚΤ έκλεισε το μάτι στους επενδυτές πως αυτά τα νέα ομόλογα θα τους τα καλύψει εκείνη αν δεν μπορεί να τα αποπληρώσει το Ελληνικό Δημόσιο – έτσι εξηγείται πώς έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον να αγοράσουν ομόλογα ενός πτωχευμένου κράτους. Όσο για τις τραπεζικές μετοχές, ανέβηκαν επειδή κυβέρνηση και ΕΚΤ φάνηκαν έτοιμοι να κάνουν τα στραβά μάτια στις μαύρες τρύπες στο εσωτερικό τους και, επιπλέον, το υπουργείο Οικονομικών τους υποσχέθηκε ότι θα τους δώσει, στα μουλωχτά, ό,τι εγγυήσεις χρειάζονταν για να περάσουν τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ.
Τι συνέβη λοιπόν και έσκασαν οι δύο αυτές φούσκες; Στην Ευρώπη συνολικά φταίνε τα μαντάτα ότι η Γερμανία, όπως ήταν προδιαγεγραμμένο, έπεφτε θύμα της λιτότητας που η ίδια επέβαλε στους άλλους. Στην Ελλάδα το έναυσμα για την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου δόθηκε όταν η αποτυχία της τελευταίας (όλως χυδαίας) προσπάθειας του υπουργείου Οικονομικών να ενισχύσει κι άλλο τους τραπεζίτες, αυτή τη φορά με εγγυήσεις 9 δισ. (με τις λεγόμενες «αναβληθείσες φορολογικές υποχρεώσεις» των τραπεζιτών). Σε τι οφείλεται η αποτυχία αυτή; Οφείλεται στο ότι οι ελεγκτές της ΕΚΤ είπαν: «Ε, όχι κι αυτό! Κάναμε τα στραβά μάτια σε τόσα και τόσα, αλλά αυτό που πάτε να κάνετε τώρα, αν δεν το σταματήσουμε, θα μας πάρουν με τις πέτρες διεθνώς».
Αυτή η «στραβή» έδωσε το έναυσμα για πωλήσεις τραπεζικών μετοχών, με αποτέλεσμα τη σημερινή εικόνα ενός Χρηματιστηρίου που βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις πτωχευμένες τράπεζες – και το οποίο ανεβαίνει μόνο όσο οι φούσκες που χτίζονται με τα χρήματα των φορολογούμενων φουσκώνουν. Κάνουν να σκάσουν οι φούσκες που συντηρεί ο εξουθενωμένος φορολογούμενος και αμέσως το Χρηματιστήριο επιστρέφει στην πικρή πραγματικότητα. Παράλληλα, η αποκάλυψη της «άνεσης» με την οποία το κράτος είναι έτοιμο να φορτώσει άλλα 9 δισ. χρέος στο χρέος για πάρτι των τραπεζιτών έκανε και τη φούσκα των ελληνικών ομολόγων να σκάσει, ιδίως σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου όλες οι αντίστοιχες φούσκες δοκιμάζονταν.
Με ρωτούν όμως οι συνήγοροι της κυβέρνησης (τώρα που έχασαν την πιπίλα του “greek success story”: Αν συμβαίνουν αυτά στην κυβέρνηση Σαμαρά (την οποία υποστηρίζουν το Βερολίνο και η Φραγκφούρτη), ο ΣΥΡΙΖΑ τι έχει να περιμένει; Πώς θα καταφέρει να διαγράψει το χρέος;
Τους απαντώ: Το χρέος θα διαγραφεί έτσι κι αλλιώς, όπως συμβαίνει με όλα τα μη βιώσιμα χρέη. Το ζήτημα είναι να έρθει μια ώρα αρχύτερα το κούρεμά του, καθώς η καθυστέρησή του αυξάνει το διαχρονικό κόστος της συγκάλυψης της χρεοκοπίας μας τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους εταίρους μας. Πώς θα έρθει το κούρεμα; Μέσα από μια διαπραγμάτευση που δεν θέλουν σε καμία περίπτωση το Βερολίνο και η Φραγκφούρτη, αλλά που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αποσπάσει υπό την απειλή βέτο στις Συνόδους Κορυφής και της μη αποπληρωμής των παλαιών ομολόγων που, ανοήτως, αγόρασε η ΕΚΤ.
Όσο διαρκεί αυτή η διαπραγμάτευση, δεν έχει απολύτως καμία σημασία πόσο θα πάνε τα spread ή ο δείκτης του Χρηματιστηρίου. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, στο τέλος της διαπραγμάτευσης, εφόσον η ελληνική οικονομία ξαναγίνει βιώσιμη, τα spread θα καταβαραθρωθούν και οι μετοχές θα ανέβουν. Άλλωστε αυτά τα νούμερα δεν είναι παρά μια θολή αντανάκλαση της πραγματικότητας. Αυτό που προέχει δεν είναι η αντανάκλαση, αλλά η ίδια η πραγματικότητα που μόνο μια σκληρή διαπραγμάτευση μπορεί να πετύχει.