Ήταν 30 Μαΐου 1941… (βίντεο αφιέρωμα)
Στις 30 προς 31 Μαΐου 1941 ο M.Γλέζος με τον Λ.Σάντα εκτελούν την απόφασή τους να «γκρεμίσουν» τη σβάστικα από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΡΤ
Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ’ αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας».
Στις 30 προς 31 Μαΐου 1941 ο Γλέζος με τον Σάντα εκτελούν την απόφασή τους να «γκρεμίσουν» τη σβάστικα από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Μόλις όμως φτάσαμε στην έξοδο, στα ερείπια του Ναού των Αρρηφόρων, είδαμε τις σκηνές των στρατοπεδευμένων Γερμανών και τα αντιαεροπορικά τους πολυβόλα, τα οποία δεν φαίνονταν από κάτω.
Ο χώρος ήταν τόσο πολύ ζωσμένος από τους στρατοπεδευμένους Γερμανούς, που ήταν αδύνατη οποιαδήποτε διείσδυση για να φτάσουμε ως τον ιστό της σημαίας. Γυρίσαμε πίσω απογοητευμένοι, αλλά και πεισμωμένοι.
Τελικά αποφασίσαμε και πήγαμε στις 31 Μαΐου 1941, μέρα που, όπως ανήγγειλαν οι Γερμανοί, ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Κρήτης, για να δείξουμε, πως ο αγώνας του ελληνικού λαού συνεχίζεται και δεν σταμάτησε».
Πέπλος μυστηρίου κάλυψε «…το άνευ ομοίου εις Γερμανοκρατουμένην, τότε, Ευρώπην κατόρθωμα του εξευτελισμού του χιτλερικού συμβόλου» .
.
Ο ίδιος ο ελληνικός λαός δεν έμαθε στη διάρκεια της κατοχής τα ονόματα εκείνων των γενναίων. Στις 25ης Μαρτίου 1945, την ημέρα της εθνικής γιορτής, πρώτες οι εφημερίδες «Ριζοσπάστης» και «Ελευθερία» αποκάλυψαν τα ονόματα των δύο τολμηρών νέων και δημοσίευσαν συνεντεύξεις τους και τους «παρέδωσαν» στον ελληνικό λαό και την ιστορία.
Αλλά καλύτερα να παραθέσω το κείμενο, που είχα γράψει και είχα δώσει και δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» στις 25 Μαρτίου 1945.
«Χίλιες ιδέες περνούσαν από τα κεφάλια μας. Νάχαμε πιστόλια! Να κρυβόμασταν σε καμιά γωνιά, να πυροβολούσαμε Γερμανούς! Γύρω μας οι σακάτηδες της Αλβανίας έσερναν τα καροτσάκια τους. Χαμένα λοιπόν, όλα. Η «ηγεσία» πρόδωσε κι έφυγε. Τα ραδιόφωνα ούρλιαζαν. Οι Εφημερίδες λιβάνιζαν και οι μανάδες έκλαιγαν και καρτερούσαν τους «αγύριστους».
Έτσι στις 30 του Μάη του 1941, γυρίζαμε άσκοπα στους στυγνούς δρόμους της Αθήνας.
-Λάκη, το βλέπεις κείνο εκεί;
Το φασιστικό σύμβολο, πελώριος συμπυκνωμένος βραχνάς, πλάκωνε τον ουρανό της Αθήνας. Δεν χρειαζόντανε περισσότερα λόγια. Ο ένας κατάλαβε τον άλλον.
Σε μας έλαχεν ο κλήρος-απλοί, ανώνυμοι ερμηνευτές της φλόγας ενός ολόκληρου λαού, της θέλησής του, θα προβαίναμε στην υποστολή της γερμανικής σημαίας.
Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Το βράδυ, ραντεβού στις 8 στην πλατεία Κουμουνδούρου (Ελευθερίας). Όταν ανταμώσαμε, τα χέρια μας σφίχτηκαν νευριασμένα. Δεν ήταν από φόβο. Ήταν από συγκίνηση για το μεγάλο σκοπό, για την επιτυχία!
Είχε σκοτεινιάσει το φεγγάρι είχε βγει.
Για πολλήν ώρα, πίσω απ’ τη σκιά του βορείου τείχους, σταματήσαμε. Έπειτα όμως, θαρραλέα προχωρήσαμε προς τη βάση του κοντού. Δεν υπήρχε κανένας. Από πάνω μας, κυμάτιζε το φασιστικό σύμβολο.
Λύσαμε το συρματόσχοινο κι αρχίσαμε να τραβάμε για να την κατεβάσουμε.
Τι έπρεπε να γίνει;
Να κατέβη η σημαία! Απαντούσε η φωνή της συνειδήσεως, η φωνή του σκλαβωμένου λαού!
Το μυαλό δούλευε γρήγορα. Άρπαξα το σιδερένιο κοντό κι άρχισα ν’ ανεβαίνω, έπιασα τη σημαία και άρχισα να την τραβάω. Τίποτα όμως…Δεν έπεφτε! Κουράστηκα και κατέβηκα.
Δεύτερη απόπειρα έφερε τα ίδια αποτελέσματα.
–Τώρα, Λάκη, η σειρά σου! Είπα στον σύντροφό μου.
Όμως ούτε κείνος μπόρεσε.
Για τρίτη φορά, τότε, αναρριχούμαι με λύσσα, με δόντια και με χέρια κρεμάστηκα από τη σημαία. Ούτε, τώρα, όμως τίποτα.
Το σιδερένιο κοντάρι υποβασταζότανε από τρία συρματόσκοινα.
Ξεκουκουλωθήκαμε και βάζοντάς την κάτω, αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε πατώντας τα φασιστικά σύμβολα!
Τα κομμάτια αυτά τα πήραμε μαζί μας, αλλά στον καιρό της τρομοκρατίας οι μανάδες μας τα ’κάψαν!
Την υπόλοιπη τη μαζέψαμε γρήγορα γρήγορα και τη ρίξαμε στο ξεροπήγαδο που βρίσκεται ανάμεσα στα τείχη και στο Βράχο. Ίσως, τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια να’ χει πια λειώσει!
Και πραγματικά σε γλέντι είμαστε, διότι εκείνο που ποθούσαμε είχε γίνει.
Η απαρχή του σκληρού αγώνα έγινε. Το μάθημα στους Γερμανούς είχε δοθεί» .
Όταν γύρισε εκείνο το βράδυ ο Γλέζος στο σπίτι του, βρήκε τη μάνα του να τον περιμένει με αγωνία στο κατώφλι.
Ο ίδιος γράφει: «Φτάνοντας στο σπίτι κοντά, πήρε το μάτι μου, ένα κουβαριασμένο κορμί πάνω στα σκαλοπάτια.
Ξεκούμπωσα το σακάκι, τράβηξα το πουκάμισο και της έδειξα το κομμάτι με τον αγκυλωτό σταυρό.
Δεν μού ’πε λέξη. Δεν με ρώτησε τίποτε.
– «Πού ήταν ο μεγάλος σου γιος, χθες βράδυ;»
– «Ανέβα στην ταράτσα, κοίταξε την Ακρόπολη και θα καταλάβεις», ήταν η απάντησή της.
Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πως τα κατάλαβε όλα.
Η τρομερή αυτή είδηση δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες με χτυπητούς τίτλους και έπεσε σαν βόμβα στον τρομοκρατημένο λαό της Αθήνας.
«Κατά την νύκτα της 30ης προς την 31ην Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα Γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθούν διά της ποινής του θανάτου». Η ανακοίνωση τοιχοκολλήθηκε στην πρωτεύουσα..3
Ο πρώτος διοικητής της Γκεστάπο στην Αθήνα Τόυμπελ, μετά τον εξευτελισμό και το σχίσιμο της γερμανικής πολεμικής σημαίας με τον αγκυλωτό σταυρό «…εκινήθη με λύσσαν διά ν’ ανακαλύψη τα παιδιά, τους δύο νεαρούς και ηρωικούς Έλληνας που ετόλμησαν να εξαφανίσουν την χιτλερικήν σημαίαν από των επάλξεων του Ιερού Βράχου…».4 Πέπλος μυστηρίου κάλυψε «…το άνευ ομοίου εις Γερμανοκρατουμένην, τότε, Ευρώπην κατόρθωμα του εξευτελισμού του χιτλερικού συμβόλου». 5
Ο διοικητής της Γκεστάπο δήλωσε ότι, αν δεν βρεθούν οι ένοχοι, θα πληρώσει ακριβά ο Αθηναϊκός λαός. Οι τοίχοι της πρωτεύουσας σκεπάστηκαν με την πρώτη ανακοίνωση της Κομαντατούρ: «Κατά την νύκτα της 30ης προς 31ην Μαΐου, υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα Γερμανική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου…».
Οι τότε Έλληνες δικαστές της Αθήνας, που ανέλαβαν κατ’ εντολή των Γερμανών να ανακαλύψουν τους δράστες, παραπλάνησαν τους Γερμανούς και η έρευνα στράφηκε στην αναζήτηση μιας «άσπρης κούρσας» που εθεάθη να κινείται ύποπτα το βράδυ της 30ης Μαΐου κάτω από την Ακρόπολη. Η «άσπρη κούρσα» ουδέποτε βρέθηκε, αλλά οι Γερμανοί πείστηκαν για το αδιέξοδο της έρευνας και ο Τόϋμπελ υπέβαλε σχετική έκθεση στο Βερολίνο με περιεχόμενο που δεν εβάρυνε τον Αθηναϊκό λαό και γι’ αυτό δεν υπήρξαν αντίποινα.
«…Τα σύγνεφα που είχαν σκεπάσει αγρίως απειλητικά τον Αττικόν ορίζοντα απεμακρύνθησαν και οι οδυνηρές συνέπειες της κλοπής της χιτλερικής σημαίας δεν έθιξαν κανένα Έλληνα».6
Οι άγνωστοι δράστες καταδικάστηκαν σε θάνατο από τους Γερμανούς.7
Ο ίδιος ο ελληνικός λαός δεν έμαθε τα ονόματα των γενναίων παρά μετά τον πόλεμο την ημέρα της εθνικής γιορτής της 25ης Μαρτίου 1945, όταν πρώτες οι εφημερίδες «Ριζοσπάστης» και «Ελευθερία» τα αποκάλυψαν και τα παρέδωσαν στην ιστορία.
ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ 31 ΜΑΙΟΥ 1941
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ1 περ. «Αστυνομική Επιθεώρησις» τχ. 28, 1.9.1950
2 Ακρόπολις 1 Ιουνίου 1941
3 Α. Κέδρος: «Η ελληνική Αντίσταση 1940-1944», Θεμέλιο 1976, τ. Α΄, σ. 98
4 Δ. Γατόπουλος: «Ιστορία της κατοχής», Μέλισσα, σ. 144
5 Δ. Γατόπουλος: ό.π. σ. 144
6 Δ. Γατόπουλος: ό.π. σ. 148
7 Θ. Χατζής: «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», Δωρικός 1983, τ.Α΄, σ. 66