|
Είναι η μονομερής αθέτηση πληρωμών εντός της Ευρωζώνης, όσον αφορά τους κρατικούς δανειστές, εξαιρώντας τα ομόλογα – έτσι ώστε έχει την ευκαιρία η κυβέρνηση να διαπραγματευθεί την απαιτούμενη μερική διαγραφή του μη βιώσιμου χρέους
|
.
«Ο πιο σίγουρος τρόπος να τελειώσεις έναν πόλεμο είναι να ηττηθείς, έγραφε ο G. Orwell – ενώ ό N. Machiavelli είπε ότι, δεν πρέπει ποτέ να αφήνει κανείς να συνεχίζεται μια ανωμαλία για να αποφύγει έναν πόλεμο, γιατί δεν τον αποφεύγει, αλλά μόνο αλλάζουν οι συνθήκες προς όφελος των αντιπάλων του».
Άρθρο
Εύλογα αναρωτιούνται οι Έλληνες, τασσόμενοι σχεδόν κατά 80% υπέρ της υπογραφής μίας συμφωνίας με τους δανειστές, ανεξάρτητα από τους όρους της, εάν σε έναν κόσμο γεμάτο ρίσκα, με σημαντικότερο ίσως την εξαιρετικά επικίνδυνη σταυροφορία που έχουν οργανώσει οι Η.Π.Α. εναντίον της Ρωσίας, μπορεί μία μικρή χώρα να υπερασπίσει τα συμφέροντα, καθώς επίσης την εθνική ανεξαρτησία της – επιλέγοντας τη ρήξη, αντί τον αργό θάνατο, όπως είχε αφήνει να εννοηθεί προεκλογικά η κυβέρνηση.
Εν πρώτοις βέβαια θα έπρεπε να εξετάσει κανείς τι ακριβώς σημαίνει η έννοια «ρήξη» – η οποία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την τρομοκρατία που ασκείται, με βάση την οποία είναι ταυτόσημη με την υποχρεωτική υιοθέτηση της δραχμής.
Αντίθετα, αυτό που εννοεί κανείς είναι η μονομερής αθέτηση πληρωμών εντός της Ευρωζώνης, όσον αφορά τους «κρατικούς δανειστές» (ΕΚΤ, EFSF, ΔΝΤ, Διακρατικά δάνεια), εξαιρώντας τα ομόλογα που έχει εκδώσει η Ελλάδα, συνολικού ύψους κάτω από 50 δις € – έτσι ώστε να δοθεί η ευκαιρία σε μία ικανή κυβέρνηση να διαπραγματευθεί την απαιτούμενη μερική διαγραφή του μη βιώσιμου χρέους της χώρας, ήρεμα και χωρίς να εκβιάζεται από το χρόνο.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, οφείλουν ασφαλώς να οχυρωθούν σωστά οι τράπεζες, για την περίπτωση που η ΕΚΤ, η πραγματική κεντρική τράπεζα της χώρας μας (άρθρο), θα συμπεριφερόταν έκνομα – κάτι που θεωρούμε πολύ δύσκολο να συμβεί, πολύ περισσότερο μετά τη χθεσινή μεγάλη αύξηση του ELA πάνω από 2 δις €.
Η αύξηση αυτή αποδεικνύει πως η ΕΚΤ δεν έχει την πρόθεση να παραβιάσει το νόμο, δεχόμενη χιλιάδες αγωγές από τους Έλληνες καταθέτες – καθώς επίσης από τη χώρα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στο οποίο πρέπει να καταθέσει μία άλλη αγωγή η κυβέρνηση εναντίον της Τρόικας και των μνημονίων, τα οποία κόστισαν στην Ελλάδα πάνω από 1 τρις €.
Όσον αφορά τώρα τη μειωμένη ρευστότητα της οικονομίας μας, ειδικά το στραγγαλισμό του ιδιωτικού τομέα από το δημόσιο, λόγω της στάσης πληρωμών που έχει ξεκινήσει από τις αρχές του έτους, προφανώς η αναβολή των εξωτερικών πληρωμών θα απελευθέρωνε αρκετά κεφάλαια – τα οποία θα μπορούσαν να διευκολύνουν σημαντικά τη χώρα, καθώς επίσης την προστασία του τραπεζικού της τομέα. Οι κίνδυνοι δε πιστωτικού γεγονότος είναι
ελεγχόμενοι – όπως συμπεραίνεται από την ανάλυση μας (στο ζενίθ της κρίσης).
Εάν βέβαια η κυβέρνηση υπογράψει μία συμφωνία, όπως αυτή που έχει η ίδια προτείνει, εντός της οποίας συνεχίζεται ο παραλογισμός της αύξησης των συντελεστών φορολόγησης σε περίοδο κρίσης (όταν το βασικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι οι συντελεστές αλλά ανείσπρακτοι φόροι που αυξάνονται διαρκώς), τότε θεωρούμε πως αφενός μεν η Ελλάδα θα μετατραπεί σε μίας «αέναη αποικία χρέους», αφετέρου θα λεηλατηθεί.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει άλλωστε σήμερα στην Ουκρανία, η οποία έχει σταματήσει να πληρώνει τις συντάξεις από την 1η Ιουνίου (πηγή: TASS), καταργεί όλα τα επιδόματα, αυξάνει τους φόρους, ξεπουλάει τη δημόσια περιουσία κοκ. (άρθρο) – με τους ηλικιωμένους να θεωρούνται άχρηστα παράσιτα, τα οποία ανήκουν στους κάδους απορριμμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, η συνέχιση της εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους, προϋποθέτει τον περαιτέρω δανεισμό της Ελλάδας από τους εταίρους της, με ένα ποσόν που θα υπερβαίνει τα 60 δις € έως το 2018, παρά τους ισχυρισμούς για 30-50 δις € – όπως τουλάχιστον συμπεραίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, στο οποίο αναφέρονται οι πληρωμές των δανείων της χώρας μας (εάν βέβαια δεν υπάρξει διαγραφή χρέους ή/και δεν διευκολυνθεί από την ΕΚΤ η πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές).
Η αιτία είναι κυρίως το ότι, οι προβλέψεις των δανειστών για πρωτογενές (προ τόκων) και στη συνέχεια για δημοσιονομικό πλεόνασμα (όπου με το πρωτογενές θα συνέχιζε να αυξάνεται το χρέος κατά το ποσόν των τόκων που δεν θα καλύπτονταν), δεν θα επαληθευτούν – κάτι που άλλωστε είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, κρίνοντας από το ότι όλες οι προβλέψεις της Τρόικας μέχρι σήμερα ήταν αποτυχημένες.
Ένας σημαντικός λόγος, για τον οποίο δεν θα επαληθευτούν οι θετικές προβλέψεις, οπότε το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται, με αποτέλεσμα να απαιτούνται διαρκώς νέα δάνεια, δεν είναι άλλος από το ίδιο το μνημόνιο που επιμένουν οι δανειστές να υπογράψει η κυβέρνηση, χωρίς διαγραφή του χρέους – εκτός εάν ξεπουληθεί όλη η δημόσια περιουσία και λεηλατηθεί η ιδιωτική, μέσω της σκιώδους κατάληψης του υπουργείου οικονομικών, καθώς επίσης των εφοριών.
Περαιτέρω, εάν το ποσόν των 60 δις € τουλάχιστον που θα χρειαστεί η χώρα, αφαιρουμένων των ληξιπρόθεσμων ομολόγων, δεν οδηγούταν στα ταμεία των δανειστών, η Ελλάδα δεν θα ήταν υποχρεωμένη να υπογράψει τη θανατική καταδίκη της – ένα τρίτο καταστροφικό μνημόνιο δηλαδή, το οποίο δεν θα είχε φυσικά διαφορετικά αποτελέσματα από τα δύο προηγούμενα.
Δικαιούται δε να μην συμφωνήσει, αφού ασφαλώς δεν ευθύνεται η ίδια για τη διάσωση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών (ανάλυση), μέσω της μεταφοράς των χρεών στους Πολίτες της Ευρωζώνης, για την αποτυχία των μνημονίων της τρόικας (ανάλυση), για τους λανθασμένους συντελεστές του ΔΝΤ, για το κενό στη χρηματοδότηση οπότε για το λάθος του PSI κοκ. Σε κάθε περίπτωση, δικαιούμαστε μία ανάλογη αντιμετώπιση με αυτήν της Γερμανίας το 1953, ειδικά αφού προηγήθηκε μία αντίστοιχη καταστροφή στην οικονομία μας από την τρόικα – ενώ κάναμε φυσικά λάθη, αλλά δεν αιματοκυλίσαμε την Ευρώπη.
Υπάρχει βέβαια ένα πολύ μεγάλο αγκάθι στην όλη διαδικασία: εάν η σημερινή συγκυβέρνηση δύο «εκ διαμέτρου αντίθετων» κομμάτων, με σοβαρότατες φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό τους, είναι σε θέση, έχει την ικανότητα και διαθέτει επαρκή στελέχη για να διαπραγματευτεί σωστά – καθώς επίσης να προστατεύσει ορθολογικά την οικονομία μας, στην περίπτωση της επιλογής της ρήξης.
Δυστυχώς, η απάντηση εδώ δεν είναι καθόλου εύκολη, ενώ θεωρούμε πως μάλλον δεν θα δυσκολευθεί η Γερμανία να οδηγήσει την κυβέρνηση σε μία καλοστημένη παγίδα – σε ένα τρίτο μνημόνιο, το οποίο θα είναι δήθεν λιγότερο αυστηρό, ενώ θα κατοχυρώνει όλα τα προηγούμενα, καθιστώντας και το σημερινό πρωθυπουργό υποχείριο της καγκελαρίου.
Με δεδομένη δε την τοποθέτηση των Ελλήνων στις δημοσκοπήσεις (τη μη χειραγώγηση των οποίων δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε), υπέρ μίας οποιασδήποτε συμφωνίας με τους δανειστές, υπό την πλασματική δαμόκλεια σπάθη της δραχμής, είναι πιθανόν να μην αποφύγει η κυβέρνηση την παγίδα – χάνοντας και τα τελευταία μεγάλα όπλα που διαθέτει η χώρα μας.
Δυστυχώς, έχοντας ξεκινήσει η κυβέρνηση τη διαπραγμάτευση ακριβώς αντίθετα, απαιτώντας κοινωνικά μέτρα με δανεικά, ενώ θα έπρεπε να είναι πρόθυμη να λάβει οποιοδήποτε μέτρο ήθελαν η δανειστές, με αντάλλαγμα μόνο τη διαγραφή που θα ισοδυναμούσε με την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας, η κατάληξη ήταν αναμενόμενη – αφού είναι πράγματι παράλογη η εφαρμογή ενός κοινωνικού προγράμματος επί πιστώσει.
Ολοκληρώνοντας, μπορεί να σφάλουμε στους συλλογισμούς μας, οπότε να μην ισοδυναμεί η διαφαινόμενη συμφωνία, χωρίς τη διαγραφή χρέους, με την αυτοκτονία της χώρας – να είναι σωστή η διαπραγμάτευση, να έχει ικανά στελέχη η κυβέρνηση κοκ. Θα ήταν άλλωστε προτιμότερο να κάνουμε εμείς λάθος και όχι η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας – οπότε να είναι θετικές οι προοπτικές για το μέλλον, αφού θα ήταν άδικο να οδηγηθούμε στο δρόμο της Αργεντινής.
Υστερόγραφο: Το πόσο σημαντικό είναι το θέμα της Ελλάδας φάνηκε από τη χθεσινή άνοδο όλων των χρηματιστηρίων, από τη Γερμανία έως τις Η.Π.Α., όταν ανακοινώθηκε πως μπορεί να υπάρξει συμφωνία – μία άνοδος που συνεχίζεται σήμερα, ενώ είναι εκρηκτική για το ελληνικό χρηματιστήριο.
Διαπιστώθηκε επίσης πως η ΕΚΤ δεν μπορεί να χρεοκοπήσει ούτε τις ελληνικές τράπεζες, ούτε τη χώρα μας, όπως η Fed δεν μπορεί να συμπεριφερθεί ανάλογα στις Η.Π.Α. – αφού υποχρεώθηκε να αυξήσει τον ELA, πάνω από 2 δις €. Τέλος, τεκμηριώθηκε η μπλόφα της Γερμανίας (ανάλυση) – η οποία ίσως προβληματίσει τον υπουργό οικονομικών της, ο οποίος υποδυόταν το ρόλο του κακού.
Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζουμε πως η χρεοκοπία της Lehman Brothers, ύψους 613 δις $, κόστισε στον πλανήτη 15 τρις $ – ενώ μία αντίστοιχη της Ελλάδας, ύψους πάνω από 500 δις $, δεν θα κόστιζε λιγότερα. Όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα βέβαια μοιάζουν με τις σειρήνες, απέναντι στις οποίες αντιστάθηκε κάποτε ο Οδυσσέας – μία μυθική μορφή από το παρελθόν μας που ασφαλώς δεν υπάρχει σήμερα.
αναδημοσίευση από
*
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι ένας σύγχρονος οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου – όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, με ιδιόκτητες επιχειρήσεις σε όλες τις πόλεις της Γερμανίας. Έχει εκδώσει τρία βιβλία αναφορικά με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ έχει δημοσιεύσει πάνω από 2.500 αναλύσεις σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, με κέντρο βάρους την εθνική και διεθνή μακροοικονομία, καθώς επίσης το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.