του Πέτρου Σταύρου
Στη σημερινή ευρωζώνη του κρατικoύ νεοφιλελευθερισμού, των καμεραλιστικών μεθόδων και της μερκαντιλιστικής αποθέωσης της ανταγωνιστικότητας, συμβαίνουν δύο πολύ σημαντικά πράγματα που ξεχωρίζουν τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον καπιταλισμό σε άλλες ηπείρους.
Πρώτον: Είναι δυνατόν η κεντρικά οργανωμένη πολιτική της υπερλιτότητας να οδηγηθεί σε εμπορικές και χρηματικές πολιτικές εμπάργκο σε χώρες-μέλη της ΕΕ. Κάτι που συνιστά θέμα διεθνούς δικαίου και όχι μόνο θέμα διαπραγμάτευσης. Δεν μπορεί μια νομισματική ζώνη να χρησιμοποιεί για το εσωτερικό της τέτοιες μεθόδους πάρα μόνο εάν οι ατέλειες οργάνωσης της δεν οφείλονται μόνο σε σχεδιαστικές ελλείψεις αλλά και σε πολιτικές προθέσεις.
Φανταστείτε μια περιφέρεια της Ελλάδας να έχει υψηλό χρέος προς τον κρατικό προϋπολογισμό, να διαφωνεί με την κεντρική δημοσιονομική πολιτική και το κεντρικό κράτος να της επιβάλλει εμπάργκο σε τρόφιμα, φάρμακα, ενέργεια πρόσβαση σε χρηματαγορές κλπ.
Δεύτερον: Η κεντρική τράπεζα της Ευρώπης εκτελεί έναν μοναδικό και πολιτικό ρόλο που δεν έχει καμία άλλη κεντρική τράπεζα στον κόσμο. Αντί να ασχολείται με την σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ασχολείται κυρίως με την επιβολή των διαρθρωτικών πολιτικών, ρόλος που τη βγάζει από τον κόσμο των ανεξάρτητων αρχών και τη βάζει στη θέση του άτυπου Υπερυπουργείου χρηματοπιστωτικής πολιτικής. Έτσι και αλλιώς, η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στην Ευρώπη βαίνει προς μια ενοποίηση χαρακτηριστική της εξέλιξης της πολιτικής διεύθυνσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Όμως, είναι παράδοξο πως, ενώ ο ρόλος μιας κεντρικής τράπεζας είναι αυτός του κατευνασμού της αγοράς, η ΕΚΤ τον ασκεί με διακρίσεις. Ενώ κατευνάζει τις αγορές στη περίπτωση της Ιταλίας ή της Ισπανίας, για την περίπτωση της Ελλάδας υποδαυλίζει τον πανικό και σχεδόν προκαλεί το bank run. H «φυγή» κεφαλαίων, εντός του 2015 αλλά και νωρίτερα, μπορεί να χρεωθεί εξολοκλήρου στο πανικό που σκορπά η αναμονή μιας σκληρής και τιμωρητικής αντίδρασης της ΕΚΤ και των θεσμών της νεοσυσταθείσας τραπεζικής ένωσης.
Τούτων δοθέντων, είναι φυσικό ο κόσμος του ΟΧΙ να αγωνιά για την απάντηση που μπορεί να δώσει μια «στριμωγμένη» πολιτική φωνή, στην άκρη της ευρωζώνης, που όσο ισχυρή και να είναι δεν μπορεί να εισακουστεί μέσα στο «θόρυβο» της πανίσχυρης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Η απάντηση στην αγωνία αυτή όμως είναι υποχρέωση κάθε αριστερού πολιτικού φορέα και κάθε συλλογικού διανοουμένου των εργατικών συμφερόντων. Ανεξάρτητα του πως μπορεί να υλοποιηθεί η πολιτική αυτή ένα σχέδιο απάντησης στο φόβο είναι η αρχή της αντιμετώπισης του. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν οφείλουμε να πούμε πως απάντηση για την επόμενη μέρα υπάρχει, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, και οφείλει να περάσει γρήγορα στην πρακτική εφαρμογή, έστω και με όχι τόσο καθαρές μορφές. Ας δούμε λοιπόν ένα προσχέδιο του τι μπορεί να γίνει την επομένη της επικράτησης του ΟΧΙ και μιας πολύ πιθανής επιθετικής αντίδρασης των «θεσμών» καθώς και στους μήνες που θα επακολουθήσουν του δημοψηφίσματος.
1. Το τραπεζικό σύστημα ως σύστημα συναλλαγών – ναι στα capital controls όχι στα bank – holidays
Καταρχήν απαιτείται πολιτικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος με αλλαγή της διοίκησης της ΤτΕ και με θεσμική ενίσχυση του ΤΧΣ ως του κύριου μετόχου των τραπεζών.
Οι τράπεζες την επομένη της επικράτησης του ΟΧΙ πρέπει να ανοίξουν, με διατήρηση των capital controls, αλλά και με εφαρμογή όλων των άλλων τραπεζικών λειτουργιών και συναλλαγών που δεν οδηγούν σε μη ελεγμένη εκροή κεφαλαίων. Οι τράπεζες δεν είναι απλές ιδιωτικές επιχειρήσεις που χρεοκοπούν. Είναι η «κυκλοφορία αίματος» της οικονομίας και πρέπει να λειτουργούν συνεχώς.
Το όριο ανάληψης πρέπει να ανέβει στα 300 την εβδομάδα (ανάληψη όλου του ποσού με μια επίσκεψη στο ΑΤΜ) για να αποφευχθούν οι ουρές.
Μακροπρόθεσμα, τα capital controls θα πρέπει να διατηρηθούν και να εξειδικευτούν. Η εξειδίκευση θα πρέπει να γίνει στη βάση του ποιοι τομείς είναι εξαγωγικοί και συναλλαγματοφόροι και ποιοι τομείς εισαγωγικοί. Η οικονομία εισέρχεται σε μια φάση που η ισχνή καταθετική βάση των τραπεζών θα χρησιμοποιείται για τις απαραίτητες εισαγωγές.
Το Δημόσιο πρέπει να αναθέσει, μέσω κυρίως των εισπράξεων όποιου εσόδου του, αλλά και διενέργειας πληρωμών, καθήκοντα στις τράπεζες επιβάλλοντας, πέραν κάποιου ποσού, την χρήση καρτών και λογαριασμών. Αυτό, πέραν του αυτονόητου ελέγχου της φοροδιαφυγής, θα αυξήσει άμεσα και έμμεσα τον κύκλο εργασιών των τραπεζών και φυσικά τα έσοδά τους.
Θα πρέπει να ενισχυθούν όλες οι πληρωμές σε ηλεκτρονικό η πλαστικό χρήμα. Στην Ελλάδα σε στιγμές ταχείας ανάπτυξης η ποσότητα του χαρτονομίσματος που κυκλοφορούσε έφτανε το 7% της συνολικής ποσότητας χρήματος. Τώρα σε μια συγκυρία βαθιάς κρίσης το νόμισμα έχει φτάσει το 17% – 20 % της συνολικής ποσότητας χρήματος. Το ποσοστό αυτό θα πρέπει να μειωθεί, αν όχι σε επίπεδα προ κρίσης, τουλάχιστον κοντά σε αυτά.
Μια ιδιαίτερη πιστωτική πολιτική επιτοκίων θα πρέπει να αναλάβει την επιστροφή των ρευστών διαθεσίμων που υπάρχουν εκτός τραπεζικού συστήματος ξανά πίσω στο τραπεζικό σύστημα.
2. Το τραπεζικό σύστημα ως η χρηματοδότηση των επενδύσεων
Οι τράπεζες υπό τις παρούσες συνθήκες λειτουργούν ως υποκαταστήματα της ΕΚΤ που απορροφούν ρευστότητα από το οικονομικό κύκλωμα. Όχι μόνο, δηλαδή, δεν έχουν κανένα επενδυτικό η αναπτυξιακό ρόλο αλλά συμβάλουν περαιτέρω στη συρρίκνωση της ρευστότητας και της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό πρέπει να αλλάξει και να ανατραπεί ο συγκυριακός ρόλος τους.
Οι τράπεζες δημιουργούν χρήμα και γι’ αυτό η σχέση του GREDIT δεν είναι καταθέσεις-δάνεια αλλά δάνεια καταθέσεις. Είναι δυνατόν δηλαδή με οργανωσιακές και πολιτικές αποφάσεις να δημιουργηθεί πιστωτικό χρήμα το όποιο μπορεί να χρηματοδοτήσει την οικονομία σε κάποιο βαθμό. Πως; Πολύ απλά! Όταν δίνεται ένα δάνειο δημιουργείται μια κατάθεση και έτσι αυξάνεται η καταθετική βάση του συστήματος.
Για να συμβούν όλα αυτά, απαιτείται ο πολιτικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος η αγνόησή της ΕΚΤ και πιθανά η έξοδος από την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση. Η αλλαγή της δομής του ελληνικού πιστωτικού συστήματος είναι μια στρατηγική για τη δημιουργία ενός κρίσιμου αλλά όχι συστημικού τραπεζικού συστήματος. Η αλλαγή μπορεί να προκύψει και με δημιουργία ενός νέου τραπεζικού συστήματος. Αλλά ας δούμε κάποιες προτάσεις:
Η συνένωση όλων των bad banks, που δημιουργήθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο της υπερσυγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα, σε μία με ενιαία κεντρική λειτουργία, με ενιαία οργανωτική δομή (Διεύθυνση Οικονομικού ή Λογιστικού, Νομική Υπηρεσία, Διεύθυνση Πληροφορικής – με ένα ενιαίο Πληροφοριακό Σύστημα – Διεύθυνση Διαχείρισης Κινδύνου, Εσωτερικό Έλεγχο και ότι άλλο απαιτείται για την λειτουργία μιας τράπεζας). Δεν θα διαθέτει Front Office υπηρεσίες, δεδομένου ότι οι εισπράξεις των δόσεων των όποιων εξυπηρετούμενων δανείων θα διενεργούνται, όπως μέχρι σήμερα, από τα καταστήματα των επιμέρους τραπεζών από τις οποίες προήλθαν και θα τακτοποιούνται με μεταφορές μέσω αρχείων και αντίστοιχες λογιστικές ενημερώσεις. Η νέα μεγάλη bad bank θα πρέπει να αναλάβει τις διαδικασίες απομόχλευσης των επιχειρήσεων, των ιδιωτών και όλων των «κόκκινων» δανείων.
Αυξημένη παρουσία του ΤΧΣ, στις συστημικές τράπεζες, τόσο με την συμμετοχή στην λήψη στρατηγικών αποφάσεων (μέσα από την ουσιαστική συμμετοχή στα ΔΣ των τραπεζών), όσο και στον έλεγχο της λειτουργίας τους σε κρίσιμους τομείς (διαφορετικό από τον εποπτικό ρόλο της ΤτΕ και των θεσμικών εξωτερικών ελέγχων, πχ ορκωτών ελεγκτών).
Ενίσχυση των συμμετοχικών σχημάτων χρηματοδότησης (equities) μια και η αυξημένη εξωτραπεζική ρευστότητα ακινητοποιείται στη μορφή των ρευστών διαθεσίμων. Εκτός από θελκτικά επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων τα σχήματα equities μπορούν να αξιοποιήσουν την «παρκαρισμένη» ρευστότητα, Αύξηση των κεφαλαίων κίνησης και χρηματοδότησης των εξαγωγών. Άκρως απαραίτητη είναι και η δημιουργία νέας πίστωσης στο τομέα της κοινωνικής και συνεταιριστικής οικονομίας.
3. Ο ρόλος του δημοσίου και του εξαγωγικού τομέα
Το δημόσιο θα πρέπει να άμεσα να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του. Κάθε νέος δανεισμός για έκτακτες ανάγκες cash flow ή για άμεσες επενδυτικές δαπάνες ή για ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων θα πρέπει να είναι εσωτερικός δανεισμός η να είναι συγκεκριμένο «όχημα» ειδικού σκοπού (επενδυτικό ταμείο κλπ) ή να έχει τη μορφή επενδυτικής τράπεζας. Τα φορολογικά έσοδα θα πρέπει να χρηματοδοτούν τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημοσίου ενώ ο εσωτερικός δανεισμός τις άμεσες και έμμεσες επενδυτικές δαπάνες.
Αντίστοιχα ο εξωτερικός τομέας, οι εξαγωγές δηλαδή, οφείλουν να χρηματοδοτούν τις απαραίτητες εισαγωγές μαζί με τις καταθέσεις. Εδώ πιθανά προκύψει, ως αντίδραση του ευρωσυστήματος, η έξοδος της χώρας από το σύστημα διακανονισμών TARGET2. To σύστημα διακανονισμών εξισορροπεί τις χρηματοροές που εκρέουν, λόγω πληρωμών για εισαγωγές, με αντίστοιχες εισροές κεφαλαίων προς την ΤτΕ από την ΕΚΤ. Αν η ΤτΕ πάψει να αποτελεί μέρος του TARGET2 το σύστημα πληρωμών για τις απαραίτητες εισαγωγές θα πρέπει να καλυφθεί από τις καταθέσεις, όπως γίνεται και με τις εισαγωγές που κάνει η χώρα από τρίτες χώρες εκτός της ΕΕ.
Το ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο είναι η διαπίστωση ότι το capital control από εργαλείο περιορισμού των εξαγωγών κεφαλαίων και περιορισμού των αναλήψεων θα μεταμορφωθεί και πρέπει σε εργαλείο συντονισμού και ρύθμισης των εισαγωγών και των επενδύσεων.
Μακροπρόθεσμα, οι εξαγωγές πρέπει να ενισχυθούν όχι στη βάση της εκμετάλλευσης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και μόνο αλλά στη βάση μια νέας βιομηχανικής πολιτικής που αποσκοπεί στην ενίσχυση νέων επιχειρήσεων, με νέο μοντέλο διακυβέρνησης, σε κλάδους που μέχρι τώρα δεν υπήρχαν ως κρίκος της προστιθέμενης αξίας του εγχώριου παραγωγικού συστήματος.
4. Συμπεράσματα
Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πρόβλημα απομόχλευσης και πρόβλημα υποχρεώσεων και απαιτήσεων στις πληρωμές με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η μέχρι τώρα πολιτική της τρόικας και των μνημονίων χρησιμοποιούσε το χρέος για να επιβάλλει τις σκληρές πολιτικές υπερλιτότητας (είναι υπερλιτότητα, διότι ο δημοσιονομικός εξορθολογισμός συνοδεύεται και με τη γενική απομόχλευση) μείωσης του δημοσίου τομέα, καταστροφής του αντιπαραγωγικού κεφαλαίου και συγκέντρωσης του υπόλοιπου σε λίγους ανταγωνιστικούς θύλακες. Αν υπερισχύει το ΟΧΙ και εάν σταματήσει εντελώς η εξυπηρέτηση του χρέους, λόγω αδυναμίας, τότε η πολιτική της ευρωπαϊκής ένωσης και των βασικών θεσμών της είναι πιθανό να εξελιχθεί σε στυγνή πολιτική εμπάργκο.
Πολύ φοβάμαι πως η στρατηγική της διαπραγμάτευσης έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο διότι το μόνο που έχει να προσφέρει, πλέον, είναι η επάνοδος σε μια πιο σκληρή μνημονιακή πολιτική για την αποφυγή του εμπάργκο που θα ακολουθήσει και θα επιβληθεί, από τη λειτουργία και μόνο των ευρωπαϊκών, χρηματικών και τραπεζικών θεσμών. Το ΟΧΙ ήταν μονόδρομος για τα λαϊκά στρώματα. Απαιτείται να αντιληφθούμε, όμως, ότι είναι ένα διπλό ΟΧΙ: τόσο απέναντι στις πολιτικές του μνημονίου όσο και απέναντι στις πολιτικές του εμπάργκο. Άλλωστε, το εμπάργκο θα είναι αυτό που θα αφορά άμεσα και καθοριστικά τα λαϊκά στρώματα. Η απειλή του bail in είναι σημαντική και αφορά στους μεσαίους και μεγάλους κατόχους χρήματος. Για τους μικρούς αλλά και για τους «αόρατους» αυτής της κοινωνίας, το πρόβλημα βρίσκεται ακόμα πιο βαθιά μέσα στη λειτουργία των μεγάλων καπιταλιστικών θεσμών. Και η πολιτική μέθοδος προστασίας του κόσμου της εργασίας και αντιμετώπισης αυτών των πολιτικών υπάρχει. Αρκεί να συνειδητοποιηθεί και να συζητηθεί με ειλικρίνεια.
Να ευχαριστήσω τους συντρόφους και φίλους Τάκη Πραμαντιώτη, Παντελή Ξυνογαλά και Μάκη Κουτρούκη για τις ιδέες που μοιραστηκα μαζί τους και χρησιμοποίησα στο κείμενο αυτό.
αναδημοσίευση απ το