Πέντε μήνες «ταπείνωσης» και «εκβιασμών» για την Ελλάδα

Συντάκτης: efsyn.gr, 10.07.2015
 
«Πήγαμε στον πόλεμο πιστεύοντας ότι είχαμε τα ίδια όπλα με αυτούς. Υποτιμήσαμε τη δύναμή τους» λέει σε συνέντευξή του στη γαλλική ιστοσελίδα Mediapart ανώτερος σύμβουλος της ελληνικής κυβέρνησης, που βρέθηκε στην «καρδιά» των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και θεσμών, αποκαλύπτοντας ένα διαρκές bullying και ευθείες απειλές, ακόμα και από τον Γερούν Ντάισελμπλουμ.

Η αφήγησή του –αναφέρεται στο σχετικό ρεπορτάζ- παρουσιάζει μια σπάνια και πολύ ανησυχητική εικόνα της διαδικασίας που οδήγησε στο τελεσίγραφο αυτής της εβδομάδας.

Μιλώντας, με τον όρο να μη δημοσιευτεί το όνομά του, λίγες ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, ο ανώτερος αξιωματούχος επέκρινε με σφοδρότητα τη στάση των δανειστών, αλλά επέκρινε και ορισμένες από τις αποφάσεις της Αθήνας.

Αποσπάσματα της συνέντευξης-αφήγησης, που διήρκεσε δύο ώρες, παρατίθενται στη συνέχεια (όπου υπάρχουν παρενθέσεις είναι οι επεξηγηματικές σημειώσεις του δημοσιογράφου):

Από την αρχή εμείς υποχωρούσαμε…

Στη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν η κυβέρνηση που πλησίαζε – πλησίαζε τις θέσεις της τρόικας, χωρίς αυτοί να κάνουν καμία κίνηση προς εμάς και χωρίς ποτέ να συζητούν το χρέος -αναδιάρθρωση του χρέους, βιωσιμότητα του χρέους- και επίσης τη χρηματοδότηση.
Θα πάρουμε νέα χρηματοδότηση; Θα άρει τα πλαφόν η ΕΚΤ, όλους αυτούς τους περιορισμούς, αυτά τα όρια για το πόσο μπορούν να δανείζονται οι τράπεζες; Το κράτος θα μπορεί να δανείζεται από τις τράπεζες;
Διότι δεν μπορούσαμε να δανειστούμε. Μπορούσαμε, μέχρι τον Φεβρουάριο, να εκδίδουμε έντοκα γραμμάτια, βραχυπρόθεσμα.

Αλλά σε αυτήν την κυβέρνηση δεν το επέτρεψαν […] Βλέπετε, το πρόβλημα με τα έντοκα είναι ότι τα αγοράζουν οι ελληνικές τράπεζες. Και η ΕΚΤ είπε: «Οχι άλλα έντοκα». Επομένως το κράτος δεν μπορούσε να δανείζεται από τις τράπεζες.

Έτσι από τον Μάρτιο, τον Απρίλιο και μετά αρχίσαμε να κάνουμε οικονομία, να συγκεντρώνουμε αποθεματικά από διάφορους οργανισμούς, υπηρεσίες, τοπικές αρχές προκειμένου να πληρώσουμε το ΔΝΤ.

 Βρεθήκαμε σε μια κατάσταση σαν να παθαίνει κάποιος καρδιακή προσβολή. Καρδιακή προσβολή εάν θεωρήσουμε ότι η ρευστότητα είναι η κυκλοφορία του αίματος για την οικονομία. Τώρα ζούμε τις συνέπειές της. Κάποια όργανα μουδιάζουν. Μερικά σταματούν να δουλεύουν, άλλα προσπαθούν, αλλά δεν αιματώνονται.

Για τον τέως υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη

Ο κόσμος ρωτάει γιατί υποτίθεται ότι είναι τόσο λίγο δημοφιλής στο Eurogroup και στους ανθρώπους της εξουσίας, γιατί δεν τον συμπαθούν. Και πολλοί λένε ότι δεν τον συμπαθούν γιατί φαίνεται σαν να τους κάνει μαθήματα, γιατί είναι υπερόπτης. […]

Αλλά εγώ πιστεύω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά οι πολιτικοί, το Eurogroup, οι υπουργοί, είδαν ένα φαινόμενο που είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι συναντούσαν στον κύκλο τους, από τους εκλεγμένους στις φυσιολογικές διαδικασίες της πολιτικής.

Διότι έχεις έναν άνδρα που έχει το δικό του στυλ ντυσίματος, που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση και ταυτόχρονα είναι πολύ φιλικός, πολύ ανοιχτός, πολύ έντιμος.

Του κάνεις μια ερώτηση και δεν υπεκφεύγει, δεν αλλάζει θέμα συζήτησης και αυτό δημιουργεί δυσκολίες και στους πολιτικούς και στους δημοσιογράφους, στα ΜΜΕ.

Αυτά είναι δύο σημεία που δείχνουν ότι ο Βαρουφάκης δεν εντάσσεται, αλλά από την άλλη πλευρά είναι διασημότητα και προκαλεί αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα.

‘Η τον μισείς ή τον αγαπάς.

Για τον άμεσο κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες

[…] Ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου και σίγουρα από τα μέσα Μαρτίου ήταν φανερό ότι οι πιστωτές δεν επρόκειτο να τιμήσουν τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, που λέει ότι η Ελλάδα θα προτείνει μεταρρυθμίσεις, η τρόικα -οι θεσμοί όπως λέγονται τώρα- θα τις εκτιμούσε και θα συμφωνούσε και οι μεταρρυθμίσεις θα προχωρούσαν.

Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.

Οι θεσμοί συνεχώς απέρριπταν μεταρρυθμίσεις χωρίς να τις κοιτάξουν.

«Οχι, είναι πολύ γενναιόδωρες» έλεγαν και ο Βαρουφάκης τούς έλεγε: «Σας παρακαλώ, αφήστε μας να ολοκληρώσουμε τέσσερις-πέντε μεταρρυθμίσεις, πάνω στις οποίες όλοι συμφωνούμε και τις θεωρούμε απαραίτητες, αφήστε μας να τις εφαρμόσουμε και μπορείτε να τις αξιολογήσετε και να τις εκτιμήσετε».
(Οι θεσμοί έλεγαν) «Οχι, όχι, χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη συμφωνία πριν εφαρμοστούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, διότι εάν τις εφαρμόσετε θα είναι μονομερής ενέργεια. Δεν τις έχουμε εγκρίνει ακόμα. Ναι, συμφωνούμε, αλλά ακόμα δεν έχουμε προσδιορίσει το πρωτογενές πλεόνασμα».

Ετσι, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, ενώ την ίδια ώρα ήθελαν να δουν τα βιβλία μας, διότι δεν εμπιστεύονταν τα στοιχεία μας.
«Θέλουμε να πάμε στο υπουργείο Οικονομικών, την Τράπεζα της Ελλάδος» κ.λπ. έλεγαν και ο Βαρουφάκης απαντούσε: «Οχι, ας αρχίσουμε με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, σύμφωνα με την οποία δεν εποπτεύετε πλέον την ελληνική οικονομία και δεν βοηθάτε εμάς ή τους πιστωτές να γίνει εκτίμηση της οικονομίας προκειμένου να επανέλθει σταδιακά στην ανάπτυξη.

Αυτός είναι ο αντικειμενικός στόχος της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου, μια παράταση του τρέχοντος προγράμματος. Τροποποιούμε, κάνουμε εκτίμηση και ολοκληρώνουμε το πρόγραμμα σε 4 μήνες. Στις 30 Ιουνίου το πρόγραμμα τελειώνει».

Αλλά τράβηξαν την πρίζα από τις τράπεζες και την Τρίτη 30 Ιουνίου το πρόγραμμα τελείωσε και δεν ήμασταν πλέον σε πρόγραμμα.
Ολα τα χρήματα που μας όφειλαν… περίπου 17 δισ. (από τα οποία 10 δισ. είναι τα υπόλοιπα από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας των 50 δισ.), τα οποία, σύμφωνα με το έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου, έπρεπε να επιστρέψουμε.

Δεν είχαμε εισπράξει καθόλου χρήματα από πέρσι τον Ιούνιο, επομένως για ένα χρόνο πληρώναμε περίπου 10 δισ. στους πιστωτές από δικούς μας πόρους, χωρίς να πάρουμε ούτε ένα ευρώ από αυτούς από αυτά που είχαν συμφωνήσει να δώσουν, φυσικά υπό προϋποθέσεις.
Ηταν φανερό ότι δεν επρόκειτο να διαπραγματευτούν και εμείς χρειαζόμαστε ανάπτυξη και αυτά τα δύο προβλήματα πήγαιναν χέρι χέρι.
Δεν ήθελαν να χορηγήσουν τα χρήματα που δικαιούμασταν, προκειμένου να πληρώσουμε τα χρέη μας.

Στον «λαβύρινθο των ψευτο-διαπραγματεύσεων» και τη «στοχοποίηση» του Βαρουφάκη

«Ολα τα δάνεια που πήραμε -240 έως 250 δισ. ευρώ-  πήγαν στην εξυπηρέτηση του χρέους, πίσω, στους πιστωτές.
Το πρώτο πακέτο ήταν μια διάσωση των τραπεζών από το κράτος.
Δεν πήραμε καμία χρηματοδότηση για να τους πληρώσουμε, δεν μπορούσαμε να δανειστούμε βραχυπρόθεσμα και δεν μπορούσαμε να διευκολύνουμε τη ρευστότητα της οικονομίας, διότι η ΕΚΤ έθετε τον έναν περιορισμό μετά τον άλλον.

Επομένως είχαμε το πρόβλημα της ρευστότητας και ταυτόχρονα είχαμε και χρηματοδοτικό πρόβλημα. Τα δύο αυτά σε συνδυασμό είναι αυτό που εγώ εξ αρχής αποκαλούσα «πιστωτική ασφυξία».

Στα μέσα Μαρτίου, τελικώς, μερικές πηγές στις Βρυξέλλες είπαν στους ανταποκριτές εκεί ότι «ναι, οι θεσμοί χρησιμοποιούν την πιστωτική ασφυξία προκειμένου να αναγκάσουν την κυβέρνηση να συμμορφωθεί, να αποδεχτεί τις μεταρρυθμίσεις, να προχωρήσει γρήγορα κ.λπ.».

Για μένα ήταν μια παραδοχή ότι χρησιμοποιούν τον χειρότερο οικονομικό εκβιασμό εναντίον της χώρας. Το χειρότερο είδος οικονομικών κυρώσεων. […]

Η υπόθεσή μας ήταν ότι εάν τραβήξουν την πρίζα (από εμάς), τραβάνε την πρίζα από όλο τον κόσμο. Αυτό δεν συνέβη, και λυπάμαι. Παρακολουθούσα την πορεία του ευρώ, πώς αντιδρούσε, διότι είχαν πειραματιστεί.

Ο (Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ) Σόιμπλε και το Βερολίνο είναι έξυπνοι, επιβάλλουν τεχνητές κρίσεις στις διαπραγματεύσεις πού και πού: «Ω, οι Ελληνες δεν συνεργάζονται, δεν έχουν καταλάβει τι πρέπει να κάνουν, δεν μας δίνουν στοιχεία». Και αντί να πέφτει το ευρώ ανέβαινε. Το ίδιο γινόταν και με τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.

[…] Μόνο την τελευταία εβδομάδα (η ελληνική κυβέρνηση) το κατάλαβε και ο Βαρουφάκης έκανε δηλώσεις ότι θα προσφύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Οταν έχεις φτάσει σε μια έκρηξη της κρίσης, τα νομικά επιχειρήματα δεν έχουν πλέον αξία, δεν μπορούν να βοηθήσουν.

Είπα, αφήστε τον Τσίπρα να πάει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να πει πώς μας μεταχειρίστηκαν τους τελευταίους μήνες. Και, επίσης, να αρνηθούμε να εφαρμόσουμε αυτά τα σκληρά μέτρα.
Αυτοί (η ελληνική κυβέρνηση) προτιμούσαν να χάσει τις εκλογές (αντί) να εφαρμόσει τα μέτρα.

Αλλά κάθε φορά που προσπαθούσαν να κάνουν πολιτική διαπραγμάτευση, τους κορόιδευαν οι (πιστωτές): είκοσι φορές με τη Μέρκελ και πέντε με τον Σόιμπλε.

Και πόσα ακόμα Eurogroup, όπου τους έλεγαν «πηγαίνετε πίσω στις τεχνικές ομάδες, πηγαίνετε πίσω στην τρόικα».
Η ελληνική κυβέρνηση έλεγε «όχι, θέλουμε πολιτική απόφαση», (αλλά τους απαντούσαν): «Η πολιτική απόφασή μας είναι να πάμε πίσω στις τεχνικές αποφάσεις, δεν μπορείτε να έχετε πολιτική απόφαση χωρίς μια τεχνική απόφαση».

[…] Σε κάθε σημείο προσπαθούσαν να υπονομεύσουν το κύρος που η ελληνική κυβέρνηση είχε κερδίσει τους πρώτους μήνες των διαπραγματεύσεων. Τότε ο κόσμος έλεγε «νέα ελπίδα για την Ευρώπη […] μια νέα ελπίδα για τη Γερμανία, την Ισπανία […] οι Ελληνες ηγούνται».
Εάν οι θεσμοί έλεγαν από την αρχή «τελείωσε, δεν συμφωνούμε, όχι άλλες διαπραγματεύσεις» -πράγμα που έλεγαν εμμέσως, για παράδειγμα ο Ντάισελμπλουμ- τότε θα ήταν σαφές ότι θα υπάρξει σύγκρουση: «Είμαστε εκλεγμένοι, έχουμε κύρος και εξουσία. Εχετε λάθος κ.λπ.».

Αλλά δεν έκαναν αυτό. Δημιούργησαν έναν λαβύρινθο από ψευτοδιαπραγματεύσεις, χαμένος χρόνος που ήταν με το μέρος τους. Ολο αυτό το διάστημα έκαναν αρνητική προπαγάνδα κατά του Βαρουφάκη. Στοχοποίηση. Και ο Βαρουφάκης συνέχεια το λέει. Αλλά τι περίμενε;
  
Ετσι λοιπόν βρεθήκαμε να έχουμε χάσει όλο το οικονομικό έδαφος για διαπραγμάτευση με πραγματικούς όρους προκειμένου να καταλήξουμε σε μια νέα συμφωνία, και να έχουμε χάσει την αξιοπιστία για να τους αναγκάσουμε να διαπραγματευτούν μαζί μας.

Η κυβέρνηση, ο Τσίπρας είπε ότι όταν μας παρουσίασαν το τελεσίγραφο, ήταν με χειρότερα μέτρα απ’ ό,τι είχαν παρουσιάσει στην προηγούμενη κυβέρνηση, τη δεξιά κυβέρνηση. […] Ετσι αποφάσισαν το δημοψήφισμα. […] Πίστευαν ότι αυτό θα μας έφερνε πιο κοντά σε μια συμφωνία. Δεν ήθελαν μια κρίση.
Αλλά δεν συνέβη μια παγκόσμια ή μια ευρωπαϊκή κρίση ή μια κατάρρευση. Ναι, τα χρηματιστήρια έπεσαν. Ναι, υπήρχαν διακυμάνσεις, η λίρα ανέβαινε. Αλλά στο τέλος, οι Ευρωπαίοι δεν είχαν αναγκαστεί να κάνουν το βήμα.

[…] Ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας είπαν ότι στην περίπτωση ενός «όχι» η διαπραγματευτική μας θέση θα ενισχυόταν. Γι’ αυτό είπαν «όχι».
Και όχι σε μια συμφωνία που δεν ήταν πια στο τραπέζι. Ηταν «όχι» σε οποιαδήποτε συμφωνία που δεν αντιμετωπίζει την αναδιάρθρωση του χρέους ή τη δημοσιονομική προσαρμογή.

Το ποσό που οι (ευρωπαϊκοί) θεσμοί έπρεπε να εκταμιεύσουν, 17 δισ. ευρώ -συν άλλα 16 ή 20 δισ. από το ΔΝΤ- είχε χαθεί.
Το πρόγραμμα τελείωσε και χρειαζόσουν μια νέα συμφωνία. Βασικά αυτό που κάνεις είναι να παρακαλέσεις τους Ευρωπαίους για έκτακτη χρηματοδότηση μέσω της ΕΚΤ.

Αλλά αυτοί είπαν ότι για να το κάνουν αυτό πρέπει να ζητήσουν την έγκριση των Κοινοβουλίων τους κ.λπ.
Αλλά χρειάζεσαι ανακεφαλαιοποίηση προκειμένου να ξαναμπείς στη διαδικασία της οικονομικής λειτουργίας που θα σου επιτρέψει να διαχειριστείς ένα νέο πρόγραμμα.

Στα παρασκήνια με τον «βασιλιά» Σόιμπλε και όταν ο Ντάισελμπλουμ απείλησε να βυθίσει της ελληνικές τράπεζες

«Φυσικά, κάθε συζήτηση για Grexit είναι εκτός νομικού πλαισίου, αφού δεν υπάρχει νομική πρόνοια στις συνθήκες για κάτι τέτοιο. […]
Δεν υπάρχει δικλίδα ότι ένα Grexit μπορεί να συμβεί, με έναν τρόπο τακτικό, διαπραγματεύσιμο, ειρηνικό και όχι άτακτο, με τον κόσμο να τρέχει στα σούπερ μάρκετ.

Εάν δεν έχεις μια διαδικασία εξόδου από το ευρώ, τότε η έξοδος είναι όπλο μαζικής καταστροφής.

Εάν απειλείς κάποιον με Grexit, τον σπρώχνεις στα όρια των δυνατοτήτων του τραπεζικού του συστήματος.
Τότε καταστρέφεις το τραπεζικό σύστημα γρήγορα και μετά αρχίζεις από το μηδέν να δημιουργείς ένα νέο νόμισμα, που θα πάρει μήνες.
Αντί να πουν ότι το Grexit είναι παράνομο, (οι πιστωτές) λένε ότι είναι το ίδιο καταστροφικό και ολέθριο και για εσάς και για εμάς. Αυτό ήταν λάθος.

Πρώτον, δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση διότι είναι εκβιασμός -«Πρόσεξε, διότι θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα»- και επιτρέπουν σε άλλους να μας κατηγορούν για εκβιασμό.

Είναι γελοίο να κατηγορούν οι άλλοι μια χώρα που έχει καταστραφεί από πέντε χρόνια εκβιασμών.

Σε κάθε περίπτωση, είναι λάθος επιχείρημα.
Το σωστό επιχείρημα είναι ότι ένα Grexit και όλα τα άλλα μέτρα που οι Ελληνες υπέφεραν είναι παράνομα σύμφωνα με τη διεθνή νομοθεσία, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές συνθήκες, την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την Ευρωπαϊκή Διακήρυξη για τα Εργατικά Δικαιώματα.

Το αστείο είναι ότι στις αρχές του 2014, η Ευρωβουλή και όλοι αυτοί άρχισαν να επιτίθενται στην τρόικα με ανακοινώσεις ότι είναι παράνομη και θα πρέπει να λογοδοτήσει, ακολουθώντας μέτρα που καταστρατηγούν τα ανθρώπινα και τα εργατικά δικαιώματα.

Φυσικά είχαμε μια (συντηρητική) κυβέρνηση που δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από όλα αυτά, διότι ήθελε να επιτεθεί στην αντιπολίτευση και όχι στους πιστωτές. Απέτυχε να δει ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο όπλο που είχαμε.
Για την αδύναμη πλευρά υπάρχουν δύο μέθοδοι. Η μία είναι ο νόμος -μια έκκληση στη νομιμότητα- και η άλλη είναι μια έκκληση για την αλήθεια – ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο στη διαμάχη και όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Σύμφωνα με τον νόμο όλοι είναι ίσοι. […]
Επομένως εάν απευθυνθείς στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και πεις «δεν με αντιμετωπίζουν ισότιμα ως μέλος της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ κ.λπ., δεν θα μπορούν να την απορρίψουν. Ειδικά εάν έχεις χρόνο να αναπτύξεις την υπόθεσή σου. […]

Σήμερα είναι πολύ αργά. Είναι θέμα πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας.
Ο Βαρουφάκης μόνος του, με τις επικλήσεις και τα επιχειρήματά του, κατάφερε να αλλάξει την κοινή γνώμη στην Ευρώπη, ακόμα και στη Γερμανία.
Οι άνθρωποι του Eurogroup τραβήχτηκαν πίσω.

Στις αρχές του Φεβρουαρίου, ο Ντάισελμπλουμ είπε στον Βαρουφάκη: «Είτε υπογράφεις το Μνημόνιο που υπέγραψαν και οι άλλοι ή η οικονομία της χώρας σου θα καταρρεύσει».
Πώς; «Θα γκρεμίσουμε τις τράπεζες». […]

Το Eurogroup δεν είναι ένα σώμα που λειτουργεί δημοκρατικά. (Η ελληνική κυβέρνηση) το ανακάλυψε αυτό, πάλι πολύ αργά, ότι εκείνοι (το Eurogroup) ήθελαν να τον πετάξουν έξω μετά την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος. Ηταν μια κίνηση ταπείνωσης.
Ο Βαρουφάκης ρώτησε: «Ποιος το αποφασίζει αυτό;». Ο Ντάισελμπλουμ είπε: «Εγώ το αποφασίζω».

Δεν πρέπει να υπάρξει ψηφοφορία; Δεν πρέπει να υπάρχει ομοφωνία;

Ναι, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να καταγράφεται, δεν κρατούνται πρακτικά.

Κι αυτός κατέγραφε και οι άλλοι επίσης.
Γιατί; Επειδή δεν υπήρχαν πρακτικά. Επομένως τίποτε δεν είναι επίσημο. […

Επομένως όλοι βγαίνουν μετά και λένε ό,τι θέλουν. Κανείς δεν μπορεί να πει: «Είστε σίγουροι ότι αυτά ειπώθηκαν; Ας δούμε τα πρακτικά».

Ο Βαρουφάκης είπε ότι κρατούσε δικές του σημειώσεις, διότι έπρεπε να αναφερθεί στον πρωθυπουργό. Και οι άλλοι το έκαναν.
Και μετά οι άλλοι κραύγαζαν: «Ω, ο Βαρουφάκης παραδέχτηκε αυτό και το άλλο».

Οι άλλες χώρες, σε ένα τέτοιο σκηνικό, πιστεύουν ότι ο (Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ) Σόιμπλε είναι ο βασιλιάς. Ελέγχει τους άλλους. Μπορεί να υψώσει τη φωνή του και να πει «όχι».

Ο Βαρουφάκης έχει περιγράψει στιγμιότυπα που δείχνουν πως πραγματικά η ευρωζώνη είναι τελείως μη δημοκρατική, μια σχεδόν νεο-φασιστική ευρω-δικτατορία.

Δεν μπορείς να επαφίεσαι σε αυτά που λένε οι άλλοι. Ο Βαρουφάκης λέει ότι εάν μπορούσε να διαπραγματευτεί με τον καθένα χωριστά για μία ώρα, θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί συμφωνία σε μία ημέρα.

Αλλά δεν μπορείς να το κάνεις αυτό διότι ο καθένας έχει διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετικούς ανθρώπους που του λένε «όχι».

Δεν μπορείς να διαφωνήσεις πολύ με τον Σόιμπλε. Θα ήταν επικίνδυνο, διότι δεν θα έχεις χρηματοδότηση, οι γερμανικές τράπεζες θα θέλουν τα χρήματά τους πίσω κ.λπ. κλπ.
Επομένως είναι ένας θεσμός όπου δεν μπορείς να κάνεις τη φωνή σου να ακουστεί. Αρα για ποιο λόγο να τους συναντάς;

Δεν υπήρχε κανείς άλλος παρά μόνο ο Βαρουφάκης που μιλούσε ευθέως.
Ο Σόιμπλε είχε πει: «Πόσα λεφτά θέλετε για να φύγετε από την ευρωζώνη;».

Δεν θέλει την Ελλάδα στο ευρώ. Ηταν ο πρώτος που έθεσε το θέμα ενός Grexit το 2011.
Πήγαμε στον πόλεμο πιστεύοντας ότι έχουμε τα ίδια όπλα με αυτούς. Υποτιμήσαμε τη δύναμή τους. […] Είναι μια δύναμη που εξυφαίνεται στον κοινωνικό ιστό, στον τρόπο που σκέφτεται ο κόσμος.

Ελέγχει και εκβιάζει. Εμείς έχουμε πολύ λίγους μοχλούς (πίεσης).
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι ήδη καφκικό».