Στις μέρες μας ζούμε και πάλι έντονα το φαινόμενο διάσπασης της Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ. Για όσους ζήσαμε τη διάσπαση του ΚΚΕ, το φαινόμενο αυτό δεν προκαλεί απορία. Ιδιαίτερα για όσους ζήσαμε και μελετήσαμε τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού. Είμαι ένας από κείνους που μελέτησαν το φαινόμενο. Γι’ αυτό και δεν με ξαφνιάζει η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι η διάσπαση αυτή θα επερχόνταν κάποια στιγμή. Την εκτίμηση και άποψή μου αυτή τη διατύπωσα και σε «επίσημα» κείμενα μαζί με άλλους συντρόφους όταν με την έναρξη των διαδικασιών για τη συγκρότηση των συνιστωσών της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε ενιαίο πολιτικό οργανισμό είχαμε συγκροτήσει μια ομάδα παρέμβασης σ’ αυτή τη διαδικασία στην οποία δώσαμε το όνομα «Αριστεροί Ριζοσπάστες».
Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν από μένα, συζητήθηκαν, συμπληρώθηκαν και κατατέθηκαν επίσημα στα φόρα του ΣΥΡΙΖΑ και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “Αυγή”. Στα κείμενά μας που καταχωρήθηκαν και στα πρακτικά των πρώτων συνδιασκέψεων και συνεδρίων αυτής της διαδικασίας, αναπτύξαμε την άποψη ότι οι διαφορετικές λογικές δομές με τις οποίες οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ συγκροτούν κάθε μία από αυτές τη δική της σκέψη – άποψη θα τις φέρουν σε κάθετη αντιπαράθεση και σε σύγκρουση με τους άλλους, έτσι που η κάθε μια συνιστώσα ακολουθώντας τη δική της λογική ή θα θελήσει να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο ή θα επιδιώξει να επιβάλει τη δική της άποψη πάνω στους άλλους. Αδυνατώντας να το πετύχει αυτό αποχωρεί από το κοινό εγχείρημα για να ακολουθήσει με «συνέπεια» (λογική και πολιτική ή και ηθική συνέπεια) τον δικό της δρόμο, που θεωρεί ότι είναι ο αυθεντικά αριστερός ριζοσπαστικός δρόμος.
Το φαινόμενο της διάσπασης με αυτά τα χαρακτηριστικά παρακολουθεί όλη την ιστορία του αριστερού επαναστατικού κινήματος. Ερωτώ: το γεγονός αυτό επιτρέπει να μιλά κανείς για «το μικρόβιο της διάσπασης», που «λειτουργεί πλέον ως «εγγενές» στοιχείο της ίδιας της θεωρητικής και ιδεολογικής δομής» της Αριστεράς; (Τζίνα Πολίτη, “Αυγή”, 30.8.2015). Όμως, πέρα από αυτή την ατεκμηρίωτη θέση, το θέμα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει λογικά και επιστημονικά δομημένη θεωρία και ιδεολογία. (Αυτό αφορά και τη λεγόμενη Αριστερή Πλατφόρμα).
Και δεν το επιδίωξε αυτό ποτέ ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ο Συνασπισμός. Ο Συνασπισμός ενδιαφέρονταν μόνο για την πολιτική ενότητα του κόμματος, δίνοντας έμφαση στην τήρηση της δημοκρατικής αρχής του σεβασμού των αποφάσεων της πλειοψηφίας. Το ίδιο και ο πολυτασικός ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, σε διάκριση από τα αστικά κόμματα, ένα αριστερό επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί να αντιμετωπίζει (και να εφαρμόζει) αυτή την αρχή ανεξάρτητα από τον ιστορικό του ρόλο (και στόχο): από το χρέος του να εργαστεί, να παλέψει και να επιδιώξει την αλλαγή του κόσμου, την κατάργηση της κοινωνίας που βασίζεται στην αρχή της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, στην κατάργηση του καπιταλισμού.
Το αστικό κόμμα εργάζεται για την αποτελεσματική λειτουργία και αναπαραγωγή του καπιταλισμού, για την αναπαραγωγή της εξουσίας του κεφαλαίου. Για το αστικό κόμμα, για τον αστό πολιτικό, ο καπιταλισμός είναι το τέλος της ιστορίας. Η ιδέα για την αλλαγή του κόσμου αντιμετωπίζεται από τον αστό πολιτικό με εχθρική διάθεση και πρόθεση. Γι’ αυτό δεν προβαίνει σε διάσταση ή και διάσπαση με αυτούς τους όρους, παρά μόνο με τους όρους της εξουσίας. Μέσα σ’ αυτά τα όρια κινείται το ηθικό πράττειν του αστού πολιτικού. Ο αστός πολιτικός δεν έχει ηθικό πρόβλημα επειδή δεν αλλάζει ο κόσμος, ούτε επειδή δεν συνεργεί -ούτε συναινεί- για την αλλαγή του, ακόμα κι αν δυστυχούν δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο που πρεσβεύει και υπερασπίζεται!
Αυτά τα θέματα δεν μπορούν να συζητηθούν μέσα από τις στήλες μιας εφημερίδας. Χρειάζεται γι’ αυτό να υπάρξει ένα θεωρητικό περιοδικό της Αριστεράς. Δυστυχώς, το πνεύμα στο οποίο λειτουργεί το περιοδικό του ΚΚΕ είναι ανεπίδεκτο για μια σοβαρή συζήτηση για την ανάδειξη του προβλήματος του θεωρητικού ελλείμματος της σύγχρονης επαναστατικής αριστεράς. Το ΚΚΕ έχει μία λογικά δομημένη θεωρία- ιδεολογία, τη σταλινική παραλλαγή του μαρξισμού – λενινισμού.
Γι’ αυτό -αν και ιστορικά – πολιτικά δεν είναι πλέον λειτουργική- απορρίπτει ακόμα και τη σκέψη για μια κοινή προσπάθεια με σκοπό τη διαμόρφωση ενός κοινού θεωρητικού – ιδεολογικού πλαισίου (στο οποίο μπορούν να βρουν τη θέση τους όλες οι εκφράσεις της Αριστεράς) με ηγεμονικό τον ρόλο του μαρξισμού – ενός μαρξισμού ικανού να εκφράσει την κοινωνικο-ιστορική δυναμική του σημερινού σύγχρονου κόσμου, αξιοποιώντας κριτικά τη συνολική εμπειρία του εργατικού κινήματος, με όλες τις παραλλαγές και τις εκφράσεις του. Επαναλαμβάνω: η αναγκαία συζήτηση για το θέμα της διαχρονικής (αλλά και της σημερινής) διάσπασης της Αριστεράς, σε συνάρτηση με το θέμα της ενότητάς της, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο εφημερίδας.
Για να υπάρξει κάποια μορφή σοβαρού διαλόγου θα πρέπει ο καθένας να μπορεί ιστορικά, πραγματολογικά, λογικά και επιστημονικά να τεκμηριώσει και να αναπτύξει την άποψή του. Αυτό δεν μπορεί να το εξασφαλίσει μια εφημερίδα. Είπα και το ξαναλέω για δέκατη και εικοστή φορά: αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ένα θεωρητικό περιοδικό.
Κι ας μην μας πιάνει πανικός εξαιτίας της διάσπασης. Κάπως έτσι γίνεται η ιστορία του κόσμου και της Αριστεράς, μέσα σ’ αυτόν. Αυτό που μας χρειάζεται είναι να εμβαθύνουμε σ’ αυτή την πολυσύνθετη και γεμάτη αντιφάσεις εξελικτική διαδικασία για να αναδείξουμε και να κατανοήσουμε τη διαλεκτική της, διατυπώνοντας με παρρησία ο καθένας την άποψή του. Δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη, ούτε για την Αριστερά.
Με δεδομένη τη δυσκολία σύστασης ενός θεωρητικού περιοδικού της Αριστεράς θα μπορούσαμε, σε μια πρώτη φάση, να προχωρήσουμε στην οργάνωση ενός συνεδρίου με θέμα το φαινόμενο της διάσπασης στην Αριστερά. Είναι ανάγκη πρώτα να κατανοηθεί σε όλο του το βάθος και την έκταση το φαινόμενο της διάσπασης και μετά να προχωρήσουμε στη μελέτη του θέματος της ενότητας.
Και δεν πρόκειται απλώς για ένα ηθικό πρόβλημα, όπως νομίζουν πολλοί, δηλαδή για την αντίθεση λόγων και έργων. Πρόκειται για οντολογικό, θα μπορούσα να πω, πρόβλημα, στο οποίο υπάγεται και το ηθικό πρόβλημα των διασπάσεων στην ιστορία της Αριστεράς. Κι ας πάρουμε σοβαρά τη θέση του Λένιν (αυτή τη μεγάλη ιστορική εμπειρική αλήθεια) ότι «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα», και θα πρόσθετα: χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει ιστορικά-πολιτικά λειτουργική ενότητα των γραμμών του επαναστατικού κινήματος, των γραμμών της ριζοσπαστικής Αριστεράς.