Η όξυνση της κρίσης χρέους και η προκληθείσα από την πολιτική των δανειστών οικονομική κατάρρευση της χώρας την τελευταία πενταετία κλόνισαν τη δομή και άλλαξαν την αρχιτεκτονική του κομματικού συστήματος, με ένα ριζικό τρόπο. Η σφοδρότητα της οικονομικής κρίσης ως απότοκο των βίαιων μονεταριστικών προσαρμογών της οικονομίας και των μεταρρυθμίσεων απορρύθμισης διέρρηξαν τις κομματικές εκπροσωπήσεις του συνόλου σχεδόν των κοινωνικών τάξεων και κατηγοριών.
Χρέος και κατακερματισμός στη Βαϊμάρη
Η εικόνα της χώρας έχει αρχίσει να έχει πολιτικές ομοιότητες με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Στη Γερμανία, μετά τον πρώτο πόλεμο και τη υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης, η οικονομική καταστροφή τόσο από τον προηγηθέντα πόλεμο όσο και κυρίως από τις εξοντωτικές προβλέψεις αποζημιώσεων και επανορθώσεων της συνθήκης των Βερσαλλιών οδήγησε στον πολιτικό κατακερματισμό και σε μια ατέρμονα διαλυτική πορεία των δημοκρατικών εκπροσωπήσεων, με κατάληξη την αναρρίχηση και εγκατάσταση των ναζί στην εξουσία.
Από τις 19 Γενάρη του 1919 μέχρι τις 6 Νοέμβρη 1931 έγιναν επτά εκλογικές αναμετρήσεις και στο κοινοβούλιο εκπροσωπούνταν σταθερά οκτώ κόμματα, όχι τα ίδια, αλλά τα περισσότερα διαφορετικά είτε καινούργια είτε κυρίως προερχόμενα από διασπάσεις.
Κύριο στοιχείο ο μεγάλος πολιτικός κατακερματισμός. Αν εξαιρέσουμε την πρώτη αναμέτρηση του 1919, όταν το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είχε 37,9%, καθώς και τα ποσοστά του ναζιστικού κόμματος στις εκλογές της 31 Ιουλίου 1931 όταν έφτασε στο 37,4%, και τα κατοπινά έως τις εκλογές στις 5 Μαρτίου 1933, τότε για όλη την περίοδο από το 1920 μέχρι και τις εκλογές 14 Σεπτεμβρίου 1930 κανένα κόμμα δεν υπερέβη το 29,8% και αυτό ήταν η εξαίρεση καθώς το συνηθισμένο ποσοστό του πρώτου κόμματος ήταν μεταξύ 18% και 25%.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, πέραν των πολλών εκλογικών αναμετρήσεων, διπλάσιων των κανονικών στον ίδιο χρόνο, ήταν ο σχηματισμός διαφορετικών κυβερνήσεων από την ίδια Βουλή ως προς την κομματική σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού, αλλά και το πρόσωπο του καγκελαρίου.
Χαρακτηριστικά μεταξύ των εκλογών στις 6 Ιουνίου 1920 και των εκλογών της 4ης Μαΐου 1924, την περίοδο της μεγάλης πληθωριστικής κρίσης που σχετιζόταν άμεσα με τις υποχρεώσεις πληρωμής των πολεμικών επανορθώσεων για τον Α’ μεγάλο πόλεμο 1914-18, η ίδια Βουλή έδωσε έξι διαφορετικές κυβερνήσεις όσον αφορά την κομματική σύνθεση με πέντε διαφορετικούς καγκελαρίους.
Η αδυναμία της Αριστεράς στη Γερμανία της κρίσης να ηγηθεί με επάρκεια και να συγκροτήσει μια ηγεμονική κοινοβουλευτική και κοινωνική πλειοψηφία, τόσο στην έναρξη της κρίσης την περίοδο συντριβής των Σπαρτακιστών όσο και στην κορύφωση της την περίοδο 1928-1931, οδήγησε στην επικράτηση και εκλογικά του ναζιστικού κόμματος με το εντυπωσιακό 43,9, των εκλογών του Μάρτη του 1933.
Η ηγεμονία της Αριστεράς στην Ελλάδα
Οι πολιτικές εκπροσωπήσεις στην Ελλάδα μετά το 2010 εμφανίζουν έναν σημαντικό βαθμό κατακερματισμού, με αλληλοδιάδοχους κομματικούς σχηματισμούς, είτε ως προϊόν διασπάσεων είτε νεοεμφανιζόμενων είτε υπαρκτών περιθωριακών σχημάτων, που ξαφνικά αποκτούν ακροατήριο και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2012 σε κεντρική πολιτική δύναμη με ένα διαφορετικό από το κυρίαρχο σχέδιο για την έξοδο από την οικονομική κρίση και στη συνέχεια η ηγεμονική εκπροσώπηση των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων του πληθυσμού, με την επικράτησή του στις εκλογές του Γενάρη του 2015, αποτέλεσε τη δημοκρατική διέξοδο στην προϊούσα πολιτική κρίση.
Η εμπλοκή και το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις που εξελίχθηκαν το πρώτο εξάμηνο του έτους, που προκάλεσαν οι κυρίαρχοι κύκλοι στους κόλπους των δανειστών της χώρας, απείλησαν με κατάρρευση την κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ, στο τέλος της τετράμηνης παράτασης της δεύτερης δανειακής σύμβασης.
Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος όξυνε την αντιπαράθεση τόσο με τους δανειστές, που κάνοντας χρήση των νομικών αποφάσεων της ΕΚΤ διέκοψαν την περαιτέρω χορήγηση ρευστότητας και δρομολόγησαν την επιβολή τραπεζικής αργίας και κεφαλαιακών ελέγχων, όσο και με τα κόμματα του πολιτικού συστήματος που στηρίζουν τη μονεταριστική επίλυση της κρίσης και τις μεταρρυθμίσεις απορρύθμισης και συνέπηξαν τον συνασπισμό του Ναι.
Η αντιπαράθεση απέβη νικηφόρα καθώς η συντριπτική νίκη του Όχι με ποσοστό 62%, εμπέδωσε την ηγεμονία της αριστεράς τόσο στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού, όσο και στο κοινωνικό πεδίο, όπου τα συμφέροντα των πολλών ή αλλιώς των ευρύτερων στη συγκυρία λαϊκών τάξεων, εμφανίζονται πλέον ως συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας.
Η πολιτική επικυριαρχία ήταν απόλυτη στον εσωτερικό πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό, ωστόσο ο διεθνής και ιδίως ο ειδικά ευρωπαϊκός συσχετισμός δύναμης δεν μπορούσε τη δεδομένη στιγμή να επιτρέψει αντίστοιχη ή έστω ουσιαστική νίκη και στο πεδίο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Έτσι η συμφωνία που προέκυψε ήταν κατώτερη των προσδοκιών, πάντως συγκριτικά με την εναλλακτική πριν από το δημοψήφισμα αποτελεί επιτυχία.
Αυτό διότι το σύνολο σχεδόν των συνοδευτικών μέτρων προβλέπονταν από τους δανειστές ως μέτρα για το κλείσιμο της πέμπτης αξιολόγησης του δεύτερου προγράμματος που είχε παραταθεί μέχρι τις 30 Ιουνίου, χωρίς να προβλέπουν καμιά περαιτέρω κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, οπότε η χώρα θα έμπαινε αναγκαστικά σε νέα διαπραγματευτική δίνη, αμέσως μετά το κλείσιμο της τελευταίας αξιολόγησης του δεύτερου Μνημονίου, με σκοπό νέα δανειοδότηση, από τον ESM πλέον και άρα νέα συμφωνία, για την οποία θα απαιτούνταν νέα μέτρα.
Ενώ με τη συμφωνία με τον ESM της 12ης Ιουλίου οι δέσμες μέτρων εξαντλούνται τον Ιούνιο του 2016, αλλά παράλληλα ήδη η ουσιαστική ελάφρυνση και αναδιάρθρωση του χρέους είναι στην ατζέντα και θα δώσει τη δυνατότητα το επόμενο διάστημα να ανακτηθεί η χρηματοδοτική ανεξαρτησία με προσφυγή στις αγορές.
Παρά την επίτευξη της συμφωνίας, και στον βαθμό που συνεχίζεται πρόσκαιρα η οικονομική πίεση του προγράμματος προσαρμογής, βλέπουμε να εντείνεται εκ νέου το φαινόμενο του πολιτικού και κομματικού κατακερματισμού, το οποίο συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και έλαβε και χαρακτηριστικά αντίστροφης διαδικασίας στην ηγεμονική δύναμη.
Διασπάστηκε η μεγάλη ενοποιητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ με την καταψήφιση των συμφωνιών και τη συνακόλουθη απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για την Κυβέρνηση, η οποία κατά την ορθή πολιτικά πορεία των πραγμάτων παραιτήθηκε ως μη έχουσα προφανώς τη δεδηλωμένη, χωρίς βέβαια να χρειάζεται για τη σχετική διαπίστωση η τυπική καταψήφισή της.
Οποιαδήποτε απόπειρα να σχηματιστεί άλλη κυβέρνηση με άλλη κομματική σύνθεση από την προηγούμενη Βουλή των εκλογών του Γενάρη θα συνιστούσε επανάληψη των λαθών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ορθώς ο ΣΥΡΙΖΑ απέρριψε κάθε τέτοιο σενάριο και τις σχετικές με αυτό συζητήσεις και ζήτησε την επιβεβαίωση της πολιτικής ηγεμονίας του από το λαό που επλήγη από τη διάσπαση αλλά και τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές ελίτ.
Το διακύβευμα των εκλογών
Ο κατακερματισμός έχει ενταθεί στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο, ενώ με την πρόβλεψη η επόμενη Βουλή να έχει εννέα κόμματα, αριθμός που θα αποτελεί ρεκόρ εκπροσώπησης για τη μεταπολεμική περίοδο, αν εξαιρέσουμε τις ιδιότυπες εκλογές του 1950, θα λάβει ενδεχομένως πιο πάγια χαρακτηριστικά.
Η οριοθέτηση του διακυβεύματος συνίσταται στην επιβεβαίωση της αριστερής ηγεμονίας για την έξοδο από την οικονομική κρίση και την κρίση χρέους με την ισχυρή επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι των δυνάμεων που υπηρετούν με συνέπεια τις πολιτικές των δανειστών και των κυρίαρχων ελίτ.
Η επίτευξη αυτή προϋποθέτει και τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και στο εκλογικό πεδίο τον διασπαστικό διαχωρισμό και τον αδιέξοδο πολιτικό κατακερματισμό.
Άλλωστε αυτοί που τον προκάλεσαν έχουν σημαντικό ο καθένας μερίδιο ευθύνης για τις πολιτικές εξελίξεις με τους δανειστές, τις οποίες καταγγέλλουν εκ των υστέρων, είτε γιατί δημιουργούσαν συνθήκες αδιεξόδου στη διαπραγμάτευση είτε γιατί είχαν έτσι και αλλιώς διαφορετικούς προσανατολισμούς πολιτικής αναφορικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική της χώρας, είτε γιατί υπηρετούσαν αδιέξοδες ρητορικές και χιμαιρικές πρακτικές για το χρέος.
Η προοπτική για τη χώρα έγκειται στο ξεπέρασμα της συμφωνίας με τους δανειστές με ένα παράλληλο δυναμικό πρόγραμμα που μαζί με την αναδιάρθρωση του χρέους θα καταστήσει αντιστρεπτά στον προβλεπτό οικονομικό χρόνο τα μέτρα λιτότητας και περιττή την εκποίηση ζωτικών για την ανάπτυξη στοιχείων του δημόσιου πλούτου, κάτι που μόνο μια ισχυρή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εξασφαλίσει, υλοποιώντας έτσι τελικά και την επιταγή του Όχι στο δημοψήφισμα.