Tvxs Ανάλυση
Tο εάν, δε, το αποτέλεσμα αυτό θα αποτυπωθεί και στις κάλπες της Κυριακής εξαρτάται πλέον – άνευ θεματικού και μοιραίου λάθους – από το εύρος της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ και από το ύψος της αποχής (και σίγουρα όχι από το ύψος των… δύο υποψηφίων πρωθυπουργών).
Έως τότε, η προεκλογική ιστορία γράφει στο ενεργητικό της έναν πολιτικό διάλογο κορυφής σαφώς πιο ζωντανό και, σε ορισμένα σημεία του, πιο μεστό και ουσιαστικό απ’ ό,τι την περασμένη Τετάρτη, με έναν ώριμο Αλέξη Τσίπρα και έναν πολιτικά αγχωμένο Βαγγέλη Μεϊμαράκη.
Ο Αλέξης Τσίπρας πόνταρε στον ηγετικό ρεαλισμό και δικαιώθηκε. Ανάμεσα στις χαμένες μάχες του χθες και τις δύσκολες του αύριο επέλεξε την οδό των εφικτών και ήπιων προσδοκιών, κέρδισε την – ούτως ή άλλως προνομιακή για εκείνον – αναμέτρηση στο πεδίο της διαπλοκής και της διαφθοράς, αντιπαρήλθε πλήρως το σοκ της διάσπασης κι έστειλε την «αριστερή μελαγχολία» στο… Νομισματοκοπείο και ακύρωσε, πιο καθαρά από ποτέ, το επιχείρημα της ΝΔ ότι η νίκη ΣΥΡΙΖΑ την Κυριακή φέρνει χάος, ακυβερνησία και νέες κάλπες: Δεσμεύτηκε για «ευρείες συναινέσεις» εάν χρειαστεί – «θα υπάρξει κυβέρνηση», είπε, αλλά «όχι παρά φύσει κυβέρνηση» κλείνοντας οριστικά, από τη δική του πλευρά τουλάχιστον, το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού με τη ΝΔ.
Στις δύσκολες – αλλά αναμενόμενες – στιγμές του ήταν καλά προετοιμασμένος: Δεν ακολούθησε τον αντίπαλό του στην αγωνία της ατάκας, ξεπέρασε με ψυχραιμία τον τίτλο «νεομνημονιακός» που του απένειμε επανειλημμένα ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης και δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει και εκείνος, για πρώτη φορά, τον όρο Μνημόνιο, χαρακτηρίζοντάς το προϊόν συμβιβασμού.
Στο απέναντι πόντιουμ (σε απόσταση ακριβώς ενάμισι μέτρου), ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης έδειξε να έχει το άγχος του rookie πριν καν μπει στο πλατό. Δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό του «λαϊκού» διακινδυνεύοντας το λαϊκίστικο, ανάλωσε πολύ χρόνο σε ευφυολογήματα, είτε απολογούμενος για τον «αυτοφωράκια» είτε εφευρίσκοντας τον «ωρομίσθιο (Τσίπρα)» και αγνόησε ουσιαστικές ερωτήσεις.
Εκτέθηκε στην ερώτηση για το μεταναστευτικό μνημονεύοντας μεν την «κυρία Τασία» αλλά αποφεύγοντας να απαντήσει εάν εξετάζει μονομερή κατάργηση της Σένγκεν και κλείσιμο των συνόρων στα πρότυπα της Γερμανίας, δεν αποδοκίμασε ποτέ τις θέσεις κατά της Ελλάδας που είχε πάρει στην ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση ο ομοϊδεάτης του επικεφαλής του ΕΛΚ Μάνφρεντ Βέμπερ, όπως δεν απάντησε ποτέ και εάν «σκοπεύει να φορολογήσει, επιτέλους, τους ζάμπλουτους».
Σκόνταψε και δεν κατάφερε να ξεπεράσει το ηθικό μειονέκτημα – έστω κι εάν δεν βαρύνει τον ίδιο – της λίστας Λαγκάρντ και του περίφημου συμβούλου Παπασταύρου και αδίκησε τον εαυτό του εγκαλώντας τον σκηνοθέτη ότι με τα τηλεοπτικά «παράθυρα» που χρησιμοποιούσε… κόνταινε τον ίδιο και ψήλωνε τον Τσίπρα.
Το ατόπημα επαναλήφθηκε και στις on camera δηλώσεις του μετά το τέλος του ντιμπέιτ, μετατοπίζοντας την προτεραιότητά του από την πολιτική στην παραπολιτική. Σα να μη γνώριζε ότι τα ηγετικά ύψη, παγίως και ιστορικά, ουδέποτε τα διαμόρφωσαν οι κάμερες ακόμη κι εάν το επεδίωξαν…